31.8.10

Ντοκουμέντο από το χαμένο ημερολόγιο vol3

(go back to vol2 )

Ημέρα 21-

Χθες το βράδυ έμεινα μέσα, στη γνωστή Βεράντα, με πατατάκια και μπύρα. Αστέρια δεν είχε ο ουρανός – παραμονή πανσελήνου- ωστόσο , χάζευα με τα κιάλια την «Αφροδίτη». Ναι, το πιο φωτεινό και μεγάλο αστέρι στον ουρανό είναι ο πλανήτης Αφροδίτη, αυτό που η μητέρα νόμισε κάποτε για U.F.O. και τρομοκρατημένη έτρεξε στο δωμάτιό της, κλείνοντας πόρτες και παράθυρα. Ξάφνου, κάνω μια απότομη κίνηση και χάνω την Αφροδίτη κάτω από τα πόδια μου. Με τα κιάλια κολλημένα στο μάτι (το ένα μάτι γιατί με τα δυο ζαλίζομαι) βλέπω τον «απέναντι» να κρατάει κιάλια και να με κοιτάει. Πόσο μακριά να ήταν; Αναρωτήθηκα. Κρατούσαμε τα κιάλια μας σφιχτά και κοιταζόμασταν για λίγα λεπτά με απορία. Κι εκείνος καθόταν σε βεράντα, πρέπει να είχε ωραία θέα. Είχε το ένα πόδι πάνω στο τραπεζάκι το άλλο στην καρέκλα, ένα στριφτό τσιγάρο κάπνιζε μόνο του κι ήταν έτοιμο να σβήσει. Άρχισα να μικραίνω το ζουμ για να καταλάβω πόσο κοντά ή μακριά μου βρίσκεται. Τελικά δεν ήταν ακριβώς απέναντι, έτσι όπως υπολόγιζα, αλλά σχεδόν απέναντι, στη Σίφνο. Και φυσικά ήταν ο Γοητευτικός! Χωρίς να χάσω το eye-contact τραβάω το τραπεζομάντηλο και του βάζω φωτιά με ένα σπίρτο. Όταν πλέον είχε αρπάξει αρκετά, άρχισα να το κοπανάω στην τσιμεντοκονία μέχρι να βγάλει ικανοποιητικούς-σε πυκνότητα- καπνούς. Γέμισα τα πνευμόνια μου με παριανό αέρα, φύσηξα τον καπνό και σχημάτισα μια καρδούλα. Το μήνυμα εστάλη. Εκείνος με τη σειρά του, έβαλε φωτιά σε μια συσκευή – κινητό τηλέφωνο πρέπει να ήταν- και όταν άρχισε να λαμπαδιάζει και να βγάζει μαύρους καπνούς, άρχισε να τους φυσάει και να κουνάει τα χέρια για να δώσει το κατάλληλο σχήμα. Μα τι ήταν αυτό το περίεργο σύμβολο; Σα να διέκρινα πέντε δάχτυλα καπνού και μια παλάμη… Μούντζα πρέπει να ήταν! (Λειτούργησε άρτια πάντως η επικοινωνία με τους καπνούς.) 

Πάντως οι ευχές που κάνουμε στα αστέρια πραγματοποιούνται, έστω και με καθυστέρηση.
Και με ύφος Μυστηριώδη « ααα, μαλλλάκα, να ερχόσουν να ήξξξερες», κεφάλι τεντωμένο πίσω, καρέκλα στα δυο πόδια από το τίναγμα προς τα πίσω, μισάνοιχτο στόμα που χάσκει και χέρια σφιχτά να δείχνουν μία το έδαφος και μία τον ουρανό). 

Ημέρα 22-
Στο ένα τραπέζι κάθονταν η Διευθύντρια, η Ψυχολόγος, ο Μηχανόβιος, η Τηλεπερσόνα και η Μητέρα. Με κρυφοκοίταζαν και χασκογελούσαν. Έχω γίνει πλέον η μασκότ του καφενέ, με το λάπ τοπ, γεμάτο δαχτυλιές, την αγουροξυπνημένη μούρη, το ηλεκτρο-φωτοστέφανο αφανέ μαλλί, τα δάχτυλα που δεν σταματούν να γράφουν. Έχω ανταλλάξει είκοσι καλημέρες, έχω αποσυντονιστεί τελείως. Με μέθυσε ο Τζέντλ- Μαν χθες και δεν μπορούσα να συντονίσω χέρι και εγκέφαλο. 

 Ο Τζέντλ- Μαν λοιπόν, όπως θα θυμάστε, δεν είναι πολύ μαρτηριάρης. Κάτι για το οποίο πρέπει να χαίρονται οι πέντε. Κουβέντα δεν του παίρνεις, σε σημείο που κινδυνεύει να χάσει το νόημά του ο «Σιωπηλός». Το πρωί δε, είναι εντελώς ακατάλληλος για συζήτηση. Καθόμασταν στα σκαλάκια του σπιτιού του όσο έψαχνε μπλούζα- μπανιερού. Τα μάτια μας δεκατέσσερα μη κι εμφανιστεί ο Δίας. Μπορεί να έκανε χθες φιλικές κινήσεις προς το μέρος μου- καταδέχτηκε να ακουμπήσει το κεφάλι του ελάχιστα εκατοστά από εμένα, κι αφού ο Τζέντλ- Μαν του υπέδειξε πόσο καλή είμαι χαϊδεύοντας το χέρι μου (σαν κουτάβι κι εγω) ο Δίας μου έδωσε ένα υγρό αλλά σύντομο φιλάκι, ωστόσο δεν τόλμησα να τον ακουμπήσω. Η μπλούζα εβρέθη κι ο Τζέντλ- Μαν επιβιβάστηκε στο αυτοκίνητό μου, με βαριά καρδιά και γουργουριστό στομάχι. Μέχρι εκείνη την ώρα δεν είχα καταλάβει ότι μεταφέρω έναν σελέμπριτι στη Σάντα Μαρία, όπου γινόταν πανικός από κόσμο. Φυσικά , ως γαλαζοαίματος, ανήκει στη φυλή των Άσπρων. Το λευκό αγαλματένιο δέρμα του δεν αντέχει το φως του ηλίου, ένα τηλεφώνημα έκανε – δεν ξέρω τι μέσα χρησιμοποίησε- και βρήκαμε ομπρέλα, ξαπλώστρες, κι έναν μαύρο να μας κάνει αέρα. Δεν καταδέχτηκε ούτε να μπει μαζί μας για βουτιά – νομίζω ότι φοβήθηκε το έντονο κόντραστ άσπρο- μαύρο. Μη σας ξεγελάει όμως το αδιάφορο βλέμμα και το αριστοκρατικό χαμόγελο. Πρόκειται για έναν Κίνκι- Τζέντλ- Μαν, όπως είπε η Κλαίρη. Κι αυτό, γιατί όπως λέει ο ίδιος, συγκεντρώνει χαρακτηριστικά κι από τους έξι μαζί. Τη σιωπηλή υπομονή του Σιωπηλού, τη διακριτικότητα του Στυλάτου, τη σπιρτάδα του Google- Translator, την τετράγωνη λογική του Πονηρούλη, την ευγένεια του Γοητευτικού ( ο Μυστηριώδης παραμένει Μυστηριώδης, δεν ξέρω τι μου τον θυμίζει). 

Ημέρα 23-
Έχω ένα περίεργο προαίσθημα για αυτό το Σαββατοκύριακο και δε νομίζω ότι έχει να κάνει με την άφιξη της Τατιάνας. Θα δείξει… Κι επειδή έρχεται με τρελές διαθέσεις, σήμερα απομονώθηκα στην ήσυχη Λάγγερη. Πριν από αυτό όμως, έπινα καφέ στο καρίνο – ο Τζένλ- Μαν έτρωγε ομελέτα. Με ορθάνοιχτο το facebook περιμένω κάποιο παραθυράκι να ξεπεταχτεί αλλά τίποτα. Κανείς δεν θέλει να μου μιλήσει. Τόση δουλειά έχουν όλοι επιτέλους; Περίμενα, περίμενα, ξεχάστηκα και παραλίγο να χάσουμε τη μαούνα- τρεχαντήρι. Ξέχασα να φέρω το βιβλίο μου, ξέχασα να πληρώσω τον καφέ μου, ξέχασα να πάρω νερό για το Τζέρυ, ήμουν καταδικασμένη να περάσω μια μέρα βυθισμένη στη χαζομάρα μου. Μα που είναι το μυαλό μου; 

Το απόγευμα κυκλοφόρησα σε όλη τη Νάουσα με άμμο στη μούρη και ασπρίλες από το αντιηλιακό παντού. «Σα να μην έχεις κάνει μπάνιο δέκα μέρες είσαι», είπε ο Τζέντλ- Μαν και το σκέφτηκε διπλά να με βάλει στο αυτοκίνητό του- να με πάει στο δικό μου. Τουλάχιστον μπανιαρίστικα για το βράδυ… (αυτή η Λάγγερη σε κάνει λίγο πατσαβούρα) 

Η μπαρότσαρκα ήταν επεισοδιακή. Ο Τζέντλ- Μαν κάνει ύπουλες κινήσεις με το κινητό του, με τραβάει αιφνιδιαστικά από το χέρι και με πάει έξω από μια ταβέρνα. Το κινητό- αυτό το περίεργο ηλεκτρονικό πράμα με κουμπάκια- προσγειώνεται στο αφτί μου( παρεπιπτόντως έχω πιεί κι έχω μπει γκόλ). Αναγνωρίζω με τη μια τη γοητευτική φωνή… Δεν ξέρω τι να πω και βασικά δεν πολυθυμάμαι – δεν μπορούσα να πιστέψω ότι έπιασα γραμμή. Σπάω το κεφάλι μου να θυμηθώ τι είπαμε, αδύνατο. Νομίζω κιόλας ότι είχα κουφαθεί πάλι- δεν άκουγα ούτε τις μουσικές από τα μπαράκια, ούτε τα γέλια των περαστικών, ούτε τις σκέψεις μου! Περισσότερα δεν μπορώ να πω. Έχω κλείσει ραντεβού με την Ψυχολόγο και στα καπάκια με ένα πολύ καλό μέντιουμ, τη Σουλτάνα… (ΠΡΟΣΕΧΩΣ). Δεν έχω έμπνευση σήμερα, από αύριο πάλι…

Ημέρα 24-
Η Τατιάνα καθόταν στο κατάστρωμα και χάζευε τα απόνερα του high speed. «Όσο πιο μακριά από την Αθήνα, τόσο καλύτερα» σκέφτηκε. Πήγα να την παραλάβω από το δρόμο με τις Καμάρες. Τον δρόμο αυτόν, τον ξέρω καλά, είναι ο ίδιος που σε οδηγεί στις εγκαταστάσεις της λατρεμένης ΔΕΥΑΠ. 
Το πρόγραμμα θεωρείται πλέον κλασικό. Καρίνο για καφέ, Σάντα Μαρία για μπάνιο. Στο Καρίνο είχε έρθει η ώρα να ανεβάσω το αποτυχημένο ημερολόγιο της 23ης Ημέρας. Μηδενική έμπνευση, μοιάζει να έχει περάσει πολύς καιρός να συμβεί κάτι συγκλονιστικό στη ζωή μου. Άκουγα και το «should I stay or should I go» και σκεφτόμουν το πάρτι του Ηρακλείου, κάτι πράγματι συγκλονιστικό, θα μπορούσε, να συμβεί εάν πήγαινα. Άσε που οι in cognito επισκέψεις μου αρέσουν πολύ για κάποιο λόγο! Ο Γοητευτικός σκάει μύτη στο παραθυράκι και για να μην επαναλαμβανόμαστε και κουραζόμαστε, θα καταγράψω μόνο ένα από όσα μου είπε. «Δεν θέλω να έρθεις στο πάρτι». Οοοοοοκέι. Δεν θέλεις; Δεν θα έρθω! 

Ημέρα 25-
Σε μια εβδομάδα ακριβώς, γίνεται το περιβόητο πάρτι. Και δεν είχα αποφασίσει ακόμα τι πρέπει να κάνω. Να πάω στο πάρτι των Έξι (μετά έμαθα ότι ήταν 15) στο Ηράκλειο ή να κάτσω στα αβγά μου στην Πάρο; Στο χωριό υπάρχει ένα μυστικό. Όλοι γνωρίζουμε ότι η Σουλτάνα διαθέτει μαγική γυάλινη σφαίρα, ρίχνει τα ταρό, διαβάζει τον καφέ κ.ο.κ. Είναι κοινή παραδοχή ότι πρόκειται για ένα «πολύ καλό μέντιουμ». Είναι τόσο καλή, που την επισκέπτονται οι Αστέρες του Χόλλιγουντ πριν πάνε να κλειστούν στα σπίτια τους στην Αντίπαρο. Ίσως να μπορούσε να δώσει λύση στο πρόβλημά μου, αφού κανένας άλλος δεν μπορεί. 

Εξωτερικά το σπίτι της δεν είχε τίποτα περισσότερο και τίποτα λιγότερο από ένα απλό κυκλαδίτικο σπίτι. Άσπροι άγριοι τοίχοι, μπλε παραθυράκια, γεράνια στις πήλινες γλάστρες και μια μωβ μπουκαμβίλια γαντζωμένη στα ξύλινα δοκάρια της πέργκολας, να σκιάζει το μπαλκόνι της. Δυο γάτες, μία μαύρη και μια ασπρόμαυρη, γλείφονται και γίνονται κουβάρι η μία πάνω στην άλλη. Η Σουλτάνα φορούσε μια ποδιά και στο χέρι της κρατούσε μια ξύλινη κουτάλα, από την οποία έσταζε κόκκινη σάλτσα. Η μυρωδιά από το κοκκινιστό ξέφυγε από την κουζίνα κι έφτασε μέχρι την εξώπορτα. Με έβαλε μέσα, έκατσα σε μια ετοιμόρροπη καρέκλα , εκείνη πήγε να χαμηλώσει τη φωτιά κι ύστερα με οδήγησε στο παράνομο υπόγειο, το μαντείο της. 
Άλειψε τα χέρια μου με λάδι και με έβαλε να φτύσω την τσίχλα μου στον κάδο. Ήθελα να γελάσω, πίστευα ότι θα με βαφτίσει! Επιτέλους κάτσαμε στη ροτόντα, που ήταν στημένη καταμεσής του σκοτεινού δωματίου. Η γυάλινη σφαίρα βραχυκυκλώθηκε όπως μου είπε, αλλά θα βρίσκαμε άλλο τρόπο να δούμε το άμεσο μέλλον. Άπλωσε την τράπουλα, την έκοψα, τη μάζεψε, είπε κάτι ακαταλαβίστικα, γύρισε τα μάτια ανάποδα, έχωσε δυο φύλλα δάφνης στα ρουθούνια της (ένα στο καθένα), άρπαξε το χέρι μου- νόμιζα ότι θα με δαγκώσει.

- Τι συμβαίνει; Τη ρώτησα προσπαθώντας να τραβήξω το χέρι μου πίσω 

- Μην ανησυχείς, δεν δαγκώνω, με διαβεβαίωσε. 
- Μήπως να κάνουμε κάτι πιο παραδοσιακό; Πρότεινα σκιασμένη από το τρελό της βλέμμα. Αποφάσισε να μου ρίξει τα χαρτιά. Δεν ήταν τα κλασικά Ταρώ, ήταν κάτι άλλες περίεργες κάρτες, Τίτσου. Προέρχονταν όπως μου είπε από τα βάθη της ερήμου, από έναν κινέζο μάγο που ταξίδευε στη Σαχάρα για να φτάσει στα Χανιά, τότε που η Κρήτη ήταν ακόμα ενωμένη με την Αφρική. Παλιά μαγικά δηλαδή, πολύ ψαγμένα. 
- Λοιπόν, άκου να δεις Σεραζάτ… 
- Αλεξία είπαμε… 
- Δεν έχει σημασία… Υπάρχει ένας άνδρας στην καρδιά σου κι άλλος ένας στο μυαλό σου. Αλλά αυτόν, με το μυαλό σου μπορείς να τον βάλεις στην καρδιά σου και τον άλλον να τον βγάλεις από την καρδιά σου με το ίδιο μυαλό. Ο ένας παίζει με τα νεύρα σου και του άλλου παίζει το μάτι του. 
- (Γιατί; Θα δει κανέναν; Σκέφτηκα) 
- Δυο δρόμους έχεις μπροστά σου και δυο εισιτήρια. Ένα χωριό ορεινό βλέπω, μια πλατεία, ένα σπίτι με αιώρα στον κήπο, δίπλα σε εκκλησία… (Ανασήκωσε το φρύδι έτριψε λίγο το πιγούνι και ξερόβηξε για να συνεχίσει). 
- Και που θα πάω;
- Κάπου θα πας, αλλά το πού δεν είναι ξεκάθαρο, δεν μπορώ να στο πω με σιγουριά… Πάντως και οι δυο δρόμοι καταλήγουν στην καταστροφή σου, καταραμένη Σεραζάτ! Ούρλιαζε και γύριζε το μάτι της. Η μάγισσα του Πορτομπέλο ολοζώντανη μπροστά μου. Τι της θύμισα; Τι της έκανα; Μόνο αυτή ξέρει… Άρπαξα τη σακούλα με τα λεμόνια κι άρχισα να τρέχω στη Νάουσα σα τρελή… 

Ημέρα 26-
“Τα πάντα ρεί”, έγραφε ο Ηράκλειτος. Γενικά ήταν λίγο ψυχάκιας σαν εμένα, τον ευχαριστούσε ο πόλεμος, η σύγκρουση, η αμφιβολία, τον γοήτευε η ασχήμια, η αέναη μάχη των στοιχείων της φύσης. Πιο βίαιος από τον Πλάτωνα, πιο άξεστος από τον Αριστοτέλη, πιο παλιός από τον Κάντ κι όμως μέσα σε μια απλή πρόταση περιέγραψε τον κόσμο που ζούμε. 

Ημέρα 27-
Την ίδια ώρα, στο Ηράκλειο Κρήτης η θερμοκρασία ανεβαίνει κατακόρυφα. Ο Γοητευτικός εγκατέλειψε την αιώρα του και κατέβηκε στα κεντρικά για έναν καφέ. Θα συναντούσε μια ψηλή, μελαχρινή κοπέλα, με μελαμψό δέρμα και πανέμορφα χαρακτηριστικά, την έλεγαν Psychobabble. Μη ρωτάτε πως το έμαθα, έχω τις άκρες μου παντού (ο Τζέντλ- Μαν με ξεπερνάει φυσικά). Η Psychobabble κάθισε σταυροπόδι και κοίταξε υποτιμητικά τον καπνό του Γοητευτικού. Ντέρτια πρέπει να έχει, σκέφτηκε. Ήξερε πολλά, αλλά το δημοσιογραφικό απόρρητο δεν της επέτρεψε να μιλήσει. Είχαν να συζητήσουν για το Πάρτι της 6ης Αυγούστου, καθότι κι εκείνη συμμετείχε στην οργάνωσή του, σε στενή συνεργασία με το Στυλάτο. Κοιτάζοντας τη λίστα των καλεσμένων, η Psychobabble διακρίνει ένα όνομα – μα πως βρέθηκε εκεί- κάποιου που ήξερε από τα παλιά. Τραβάει μια κόκκινη γραμμή, ο Γοητευτικός γουρλώνει τα μάτια του, κάτι πάει να πει, τον προλαβαίνει εκείνη όμως, «δεν θα έρθει» λέει αποφασιστικά. Ο Γοητευτικός μας είχε πιάσει στα πράσα. Η Psychobabble κι εγώ διατηρούσαμε κρυφή επικοινωνία όλο αυτό το διάστημα… Της βούτηξε το κινητό μέσα από τα χέρια – παρότι δεν ήξερε να το χρησιμοποιεί, δεν ξέρει από κινητά, ξέρετε- βρήκε τις τελευταίες κλήσεις και δεν δίστασε να με ξεντροπιάσει. Το κινητό χτύπησε δυο φορές, παρασύρθηκα και το σήκωσα πριν ζητήσω «σύνθημα- παρασύνθημα». Και δεν υπήρχε καμία αμφιβολία πλέον, ο Γοητευτικός μου την είχε φέρει καλά. 

Ημέρα 29-

Την πρώτη φορά που πήγα στο Παρίσι, ήμουν τεσσάρων ετών. Αυτή την πόλη την ερωτεύτηκα αμέσως. Τα φωτάκια, τις υπέροχες μυρωδιές, την γαργαλιστή προφορά, τους παλιούς πεζόδρομους, απ’ όπου φανταζόμουν να περνάνε άμαξες με βασίλισσες από άλλες εποχές. Ο πατέρας μου με πήγε βόλτα με ένα φέρι στον Σηκουάνα. Περνούσαμε κάτω από γέφυρες όταν ο ξεναγός μας προειδοποίησε να σκεφτούμε μια ευχή, γιατί σε λίγο θα περνούσαμε κάτω από μια μαγική γέφυρα. Ο πατέρας μου μού τα εξήγησε όλα αυτά οπότε η πληροφορία δεν είναι πολύ έγκυρη- αυτό δεν το σκέφτηκα τότε. Έκλεισα τα μάτια μου, σφίχτηκα λίγο – ήξερα από πάντα τι να ευχηθώ. Αφού περάσαμε τη γέφυρα ήμουν τόσο ευχαριστημένη, έλαμπα από χαρά. Όμως έπεσα στην παγίδα. Ο πατέρας με ρώτησε τι ήταν αυτό που ευχήθηκα τόσο παθιασμένα κι εγω σαν τούβλο του το είπα, «να γίνω πριγκίπισσα!». Άρχισε να γελάει μαζί μου χαιρέκακα λέγοντάς μου πως «τώρα που μου το είπες δεν θα γίνει!». Νομίζω έκλαψα πολύ εκείνο το απόγευμα… Ένιωθα κατεστραμμένη και φυσικά δεν του το συγχώρεσα ποτέ.
Τι ωραία που είναι όταν το μόνο που σε απασχολεί στις διακοπές είναι η ψηφοφορία μεταξύ Τζέντλ-Μαν και Γοητευτικού (το ξέρω ότι σας χρωστάω μερικές εξηγήσεις επι του θέματος και θα το κάνω κάποια στιγμή, μη βάζετε κακό με το νου σας), αν θα πας στην Κρήτη ή στη Σαμοθράκη, αν θα πάρεις τηλέφωνο κάποιον ή όχι, αν θα χαστουκίσεις τον Λατίνο ή όχι, αν έχεις κηλίδα ή χτύπημα ή ελιά στο πόδι, αν θα πας οδικώς ή με καραβάκι στο Μοναστήρι, αν θα πιείς τζιν τόνικ ή ένα διπλό με πάγο. Ένα διπλό με πάγο παρακαλώ… Προκάλεσα πανικό στον καφέ. Κατέφτασα αφηνιασμένη με το λαπτοπ αγκαλιά, η Διευθύντρια έκανε αέρα με μια βεντάλια – είχε και καύσωνα. “Τι έγινε;» ρωτούσαν όλοι και ψιθύριζαν μεταξύ τους. Ανασηκώνονταν από την καρέκλα, έπιναν νερό μηχανικά, κρυφοκοίταζαν τι έγραφα. Τα νεύρα μου είχαν τεντώσει όπως η σωβρακοφανέλα στην απλώστρα. … 
Πριν από λίγες ημέρες (αφού η παρέα των 6 μείων 2 έφυγε από το νησί) βρισκόμουν σε πραγματική απόγνωση. Εννοείται ότι με απασχολούσε κάποια από τις παραπάνω μπούρδες. Έκανα μια σειρά από ερωτήσεις στην Κλαίρη, που δεν προλάβαινε να απαντήσει και ξεφύσαγε αγανακτισμένη με τις τρέλες που της έλεγα (εκεί έχασα χρόνο αντί να πάω να βγάλω εισιτήρια για Κρήτη να τελειώνουμε) και με έστειλε να πάω να πάρω ένα πακέτο τσιγάρα. Το άνοιξε και δήλωσε ότι θα κάνει μια ευχή για μένα. Άρπαξε το πρώτο τσιγάρο του πακέτου, έσφιξε τα ματόκλαδα, κάτι ευχήθηκε από μέσα της και το έβαλε ανάποδα ξανά μέσα στο πακέτο. Με συμβούλευσε να το καπνίσω τελευταίο για να πραγματοποιηθεί η ευχή. Η άγνοια, μου σκοτώνει εγκεφαλικά κύτταρα. Τη ρώτησα πάνω από είκοσι φορές τι είχε ευχηθεί, καθότι στα θέματά μου είχαμε εξελίξεις καθημερινά κι είχα αρχίσει να φοβάμαι για αυτό που μπορεί να είχε ευχηθεί η Κλαίρη. «Είσαι σίγουρη ότι θα χαρώ αν βγει η ευχή σου;» ρωτούσα κάθε φορά που λιγόστευε ένα τσιγάρο από το πακέτο μου κι η ώρα της «ΑPOKALIPSIS” πλησίαζε. Εκείνη κουνούσε καταφατικά το κεφάλι αλλά δεν έλεγε λέξη. Σήμερα, μετά το τούβλο που έπεσε στο κεφάλι μου, την ρώτησα ξανά αγριεμένη. Πάλι δεν απάντησε, μου είπε μόνο ότι η ευχή θα πραγματοποιηθεί στο τέλος του καλοκαιριού. Αν με πιάσετε από τη μύτη είμαι να σκάσω, αλήθεια σας το λέω. 
Συμβουλές και ευχές, ότι χειρότερο κάνουν οι φίλοι σου για το καλό σου. Να προσέχεις τι εύχεσαι πάντως. Γιατί όταν εμφανιστεί αυτό που είχες ευχηθεί μπροστά σου, αλλά δεν ξέρεις πώς να το χειριστείς (π.χ. Μεταπτυχιακό, λέμε τώρα) μπορεί να ακούσεις ένα «φφφφφφφ» και να φας τα μούτρα σου σε κανέναν τοίχο. 

Ημέρα 30-
Πάω στο μπαρ για ένα «τελευταίο». «Πως βρέθηκες εσυ εδώ;», με ρωτάει ο κύριος** δίπλα. Γυρίζω να δω…. «Ήρωά μου!» του λέω και πέφτω στην αγκαλιά του….

Λίγες ώρες νωρίτερα…

Οι πιο καταθλιπτικές σκέψεις μου έρχονται το βράδυ. Οι πιο τρελές το πρωί. Για ακόμα μια φορά η αφηγήτρια σηκώνεται από το κρεβάτι αλαφιασμένη. Κοίταξα τη θάλασσα με κατεύθυνση προς Κρήτη, βρόντηξα το χέρι στο τραπέζι και αποφάσισα. «Εγω θα πάω!». Βουτάω το τηλέφωνο (εγω ξέρω πώς να το χειρίζομαι , όχι σα μερικούς μερικούς) και τηλεφώνησα στο κεντρικό Πρακτορείο της Παροικιάς. Ζήτησα τον τσίφ, αλλά δεν μου τον έδιναν, ήταν «απασχολημένος». Έτσι είσαι; Τώρα θα δεις…είπα μέσα μου και γυάλισε το μάτι μου. 

Διέσχισα το βουνό σε χρόνο dt και κατέφθασα αυτοπροσώπως στο πρακτορείο του εν λόγω κυρίου. Τα δυο από τα τρία γκισέ ήταν άδεια, αλλά δεν θα την γλίτωνε ο Κύριος, ήξερα καλά πώς να τον χειριστώ. «Δεν φεύγω από εδώ αν δεν μου πεις ότι θα μπω στο πλοίο», είπα αποφασισμένη και πέταξα το τσουλούφι μου από την άλλη, για να του δείξω ότι το μάτι μου γυαλίζει. Εκείνος έκανε τον δύσκολο, έψαχνε και καλά θέση, δεν έβρισκε, έκανε γκριμάτσες. Δεν περνάνε αυτά σε μένα όμως, δεν το βάζω κάτω. «Βάλε με μούτσο, θα βοηθήσω στο δέσιμο του πλοίου! Στην καφετέρια; Μπορώ να κάτσω εκεί, φτιάχνω φοβερό καφέ!», είπα κι άρχισε να γλυκαίνει η φάτσα του. « Θα κάτσω όρθια! Βγάλε μου εισιτήριο να τελειώνουμε», άλλαξα τον τόνο της φωνής μου μήπως και καταλάβει ότι όταν λέω «θα μπω σε αυτό το πλοίο ο κόσμος να χαλάσει» το εννοώ. Τα δάχτυλά του σπίναραν πάνω στο πληκτρολόγιο, το μέτωπό του άρχισε να ιδρώνει κι η ανάσα του χανόταν ανάμεσα σε διάφορα επιφωνήματα – είχε καταλάβει ότι δεν θα με ξεφορτωθεί εύκολα. Μετά από αρκετή ώρα κι ενώ του ζάλιζα τον έρωτα με όλες τις πιθανές λύσεις για το πώς θα μπω στο πλοίο για Κρήτη, τον ζάλισα τόσο πολύ που τον έκανα να μου βγάλει εισιτήριο επιστροφής. Και τώρα, τον είχα στο χέρι. «Μου έβγαλες επιστροφή, δεν γίνεται να μην πάω! Πως θα γυρίσω από κάπου που δεν έχω πάει!» εξήγησα. Σκούπισε με ένα μαντήλι τον ιδρώτα του, με κοίταξε, ξεφύσησε, ανακάθισε λίγο στην καρέκλα με τα ροδάκια, «εντάξει, θα μπεις. Θα μιλήσω στον Καπετάνιο», απεφάνθη. Τον κοίταξα καχύποπτα, του έκανα νόημα να σηκωθεί και τον έστειλα απευθείας στο μαγικό πλοίο. Περπατούσα πίσω του – μη κάνει καμιά τρέλα και κάνει αναστροφή για να γλιτώσει. Έκατσα κάτω από ένα φοίνικα μέχρι να τον δω να μπαίνει ( κι αφού φυσικά του άφησα μια λίστα με εκατό τηλέφωνα στα οποία μπορεί να με βρει). 

Εκείνο το βράδυ, μέσα στο Linadro είχε την ατυχία να πέσει πάνω μου. «Ήρωάααα μουουου!» του είπα κι έπεσα στην αγκαλιά του. «Κορίτσιααα, αυτός μου βρήκε εισιτήριο για Ηράκλειο!» είπα για να τον δέσω χειροπόδαρα (τώρα είχα και μάρτυρες). Και τον ξαναρώτησα για να βεβαιωθώ, «θα μπω στο πλοίο έτσι;» κι έσταζε το στόμα μου μέλι. «Θα μπεις είπαμε…» είπε κι αναστέναξε – δεν ξέρω γιατί- και μου έδωσε όλες τις λεπτομέρειες του σατανικού σχεδίου του. 

Κι έτσι , έγινε κι έφτασα στο Ηράκλειο, την 6η Αυγούστου στις 20:47μ.μ. ψάχνοντας για τα ίχνη του Γοητευτικού… 


Ημέρα 31- 

Καταφτάνω στο λιμάνι του Ηρακλείου ντυμένη πένα με βραδινό τσαντάκι (στο οποίο έχω στοιβάξει την πρωινή μου στολή, γυαλιά ηλίου κι ό,τι μπορείς να βάλεις με το νου σου. Σαν τη βαλίτσα της Marry Popins). Η Psychobabble με τη φίλη της Οδηγό έχουν κολλήσει στην παραλιακή κι αργούν να έρθουν, να με παραλάβουν, με στέλνουν σε ένα κτίριο όπου και ο ανυποψίαστος Λιόλιος περιμένει κάνοντας σβούρες γύρω από τον εαυτό του. Τον σκουντάω ελαφρά στο μπράτσο και του χαμογελάω. Φυσικά, ούτε εκείνος -όπως και κανένας άλλος εκτός της Psychobabble- δεν γνώριζε για την άφιξή μου. Άλλαξε δέκα χρώματα, του έπεσε το κινητό από το χέρι, άνοιξε διάπλατα το στόμα του με κοίταζε για τρία, τέσσερα λεπτά μέχρι να συνειδητοποιήσει ότι με βλέπει μπροστά του, εμένα κι όχι κάποια που μου μοιάζει. «Καλέ, εγω είμαι!» του λέω φιλικά κι εκείνος συνεχίζει να με κοιτάει άναυδος. «Τώρα ήρθα, φεύγω σε δέκα ώρες!» συμπληρώνω για να απαντήσω σε μια από τις χιλιάδες ερωτήσεις που ενδεχομένως ήθελε να κάνει. Μετά από ένα τέταρτο περισυλλογής, με κοιτάει μικραίνοντας τα μάτια – όπως κοιτάς έναν άρρωστο και υπολογίζεις με το χέρι τον πυρετό του- και μου λέει « Α, είσαι πολύ ερωτευμένη, δεν εξηγείται…» κι αφρίζω και μόνο που το ακούω παραθέτοντας όλα τα δυνατά επιχειρήματα που αποδεικνύουν το αντίθετο. 

Στοιβαζόμαστε στο αυτοκίνητο , η Psychobabble , δυο φίλες της εγω και στη μέση ο Λιόλιος (του κάναμε ακόμα αέρα) και φτάνουμε στο πάρτι στο περιβόητο χωριό. Ανεβαίνουμε μια σκάλα – μου φαίνεται τόσο περίεργο που βρίσκομαι εκεί, που είναι σαν τα πόδια να πηγαίνανε μόνα τους, όπως όταν ονειρεύεσαι, δεν νιώθεις την κούραση, την ελάχιστη προσπάθεια που κάνεις για να κινήσεις ένα άκρο, πηγαίνεις χωρίς να ξέρεις που ακριβώς και τέτοια. Το μάτι μου καρφώθηκε στη γνωστή αιώρα, τη διάσημη αιώρα του Γοητευτικού. Μετά το ανέβα, είχε και κατέβα (εδώ κολλάει το ΣΤΟ ΒΑΘΟΣ ΚΗΠΟΣ). Αμέτρητα ρεσό φώτιζαν τον κήπο, ένα ξύλινο μπαρ είχε στηθεί πάνω στο γκαζόν (ακόμα δεν είχε γκρεμιστεί) δυο τεράστιοι φοίνικες στόλιζαν τον ουρανό (δυο θυμάμαι εκτός κι αν τα έβλεπα διπλά). Δεν μπορώ να κεντράρω καλά, αλλά βλέπω μερικές φιγούρες – βερμούδες ανοιχτόχρωμες και σκούρα μπλουζάκια.

(Προτιμούσα να κοιτάω που πατάω, μην κάνω καμία θεαματική είσοδο με πιρουέτα). «Σιγά που δεν θα ερχόσουν, κουφάλα!» μου φωνάζει από μακριά ο Τζέντλ- Μαν ξεχνώντας τους καλούς του τρόπους για λίγο. Ένα ανοιχτό λευκό πουκάμισο, αέρινο, σκύβει μπροστά μου. Είναι ο Πονηρούλης, που με υποδέχεται με το γνωστό flirt-position στυλάκι (λοξή ματιά κ.ο.κ.). Ήταν και ο Σιωπηλός, πιο αντι-σιωπηλός από ποτέ (σιγανό ποταμάκι σας το έχω πει) με το γνωστό διφορούμενο μειδίαμα στα χείλη. Δεν πρόλαβα να πω πολλά μαζί του, γιατί πάνω στην ώρα έκανε μπαμ ο Google- Translator με καρό πουκαμισάκι κι έκλεψε την παράσταση! 

Ο Γοητευτικός δεν με έχει πάρει ακόμα χαμπάρι – η κατάσταση είναι κρίσιμη, δοκιμάζουν τον προτζέκτορα, τα φώτα, τα ηχεία- μέχρι που η Psychobabble τον βγάζει επιτέλους έξω από εκεί που είχε τρυπώσει και τον φέρνει μπροστά μου. Κόκαλο ο Γοητευτικός. Στην αρχή νόμιζα ότι το περίμενε, δεν φάνηκε να εκπλήσσεται. Όταν συνέχισε να κοιτάει σιωπηλός- κι άρχισε να μου θυμίζει την αντίδραση του Λιόλιου- πίστευα ότι δυσαρεστήθηκε τελικά από την έκπληξη ( να σας διευκρινίσω ότι μια ώρα πριν μπω στο πλοίο του ορκιζόμουν ότι δεν θα πάω. «Θέλεις να πιείς κάτι;», είπε σαν σωστός οικοδεσπότης και μου γέμισε ένα ποτήρι τζίν (με ύφος «κύριε πρέσβη μας κακομαθαίνετε» και ηχητικό εφέ «τζαμαρία που σπάει»). 
Η αμηχανία ήταν η καλύτερή μου φίλη όλο το βράδυ , αλλά κι ο Λιόλιος καλά που υπήρχε (όσο υπήρχε μετά πήγε «αλλού») γιατί παρότι με παρότρυνε να κάνω απρεπή πράματα , ήταν εκεί να ακούει τις σκέψεις μου (και φυσικά να παίρνει τους αντίστοιχους μορφασμούς). Μέσα σε όλα αυτά, είχα κι ένα λαιμό που με πέθαινε, νόμιζα ότι καταπίνω καρφιά, ότι το κεφάλι μου θα σπάσει (για όλα φταίει το γκαζόν). 

Η αμηχανία υποχωρεί και με πιάνει υπερένταση. Έχω μηδενίσει τις αποστάσεις, τι να λέμε τώρα. Ο Λιόλιος αρχίζει και κουράζετε – περίεργο- κάποια στιγμή εξαφανίζεται και πάει στο αυτοκίνητο της Psychobabble για ύπνο. Εκεί έμεινε μέχρι το ξημέρωμα… «Λες και σαν παιδάκι πήγε σε γάμο με τους γονείς του και βαρέθηκε και πήγε για ύπνο στο αμάξι!», σχολιάζει ο Στυλάτος πίνοντας λίγη ακόμα σαγκρία (σερβιρισμένη σε λεκάνη μπουγάδας). Μείων ένας, σκέφτηκα κι άρχισα να χορεύω με τον Google- Translator τόσο παθιασμένα, που τον περιέλουσα πολλάκις με ό,τι ποτό κρατούσε. Κι όμως, δεν ήταν ο Google- Translator όπως τον ξέρουμε, ήταν σαφέστατα πιο ήσυχος (οι κεραίες πάντα τεντωμένες φυσικά). Ήταν τόσο αγνώριστος, που σε κάποια φάση αποκοιμήθηκε πάνω μου σε ένα πεζούλι. Μείων δυο, λοιπόν. Όποτε περνούσε από κοντά μου ο Γοητευτικός του έβαζα τρικλοποδιά για να πέσει πάνω μου. Τα κατάφερνα με επιτυχία μέχρι που κατάλαβε το κόλπο μου κι όποτε το απέφευγε. 

Ο ουρανός αρχίζει να γίνεται μπλε ηλεκτρίκ, ο κόσμος να αραιώνει, εγω να νυστάζω… Χαρτιά και πλαστικά ποτηράκια κάλυπταν το γκαζόν, ο google- translator και ο Στυλάτος έκαναν ανασκαφές ανάμεσα σε μπουκάλια άδεια και σακούλες σκουπιδιών. Όλο και κάποιο άθικτο μπουκάλι Μπράντυ εμφανιζόταν, ή κάποιο ξεχασμένο γοβάκι. Αυτό που γουργούριζε δεν ήταν η κοιλιά μου, ή δεν ήταν σήμα πείνας τουλάχιστον. Δεν ξέρω τι ήταν, ίσως να έμοιαζε με αυτό που κάποιοι περιγράφουν ως «πεταλούδες στο στομάχι». Έπρεπε με κάποιο τρόπο να φτάσω στο λιμάνι, να μπω στο πλοίο, να επιστρέψω την Πάρο πριν η απουσία μου γίνει αισθητή. Αλλά με κρατούσε ένα χέρι κι ήταν «δυσκολάκι» να το αφήσω. 

« Ο έρωτας δεν είναι συναίσθημα, είναι δύναμη. Αυτή η δύναμη είναι ζωή. Ίσως να είναι σχετικά εύκολο να το πάθεις, αλλά είναι δύσκολο να ξεφύγεις από αυτό».

No comments:

Post a Comment

Any comments?