Την επόμενη ημέρα η Ντράνα έχει αποκάμει (skip για τα βραδινά μας αίσχη, περιττό να σας πω ότι λιώσαμε τις σαγιονάρες μας για να βρούμε τα ίχνη του ξενοδοχείου και καταλήξαμε στο συμπέρασμα ότι όλοι οι δρόμοι οδηγούν σε αυτό, αρκεί να βρεις τη ριμαδοευθεία που εμείς δε βρίσκαμε ποτέ. Το βράδυ που γυρίζαμε η Ρούνι – ρούνι άνοιγε το δρόμο με την ημιλιωμένη της πλατφόρμα.
«Εντυπωσιακό που
βρήκες τον προσανατολισμό σου, δε σου το είχα!», της λέω με καμάρι. Το "παιδί" σερνόταν, σχεδόν στα τέσσερα ακολουθούσε. "Κι εγώ εντυπωσιάζομαι, μη νομίζεις
η ανάγκη με έκανε να μάθω το δρόμο γιατί πίστευα ότι θα γίνεις λιώμα". Δεν είχα
γίνει καθόλου λιώμα να ξέτε, ήμουν και παραμένω κιουρία).
«Να περάσουμε να πάρω εκείνο το τσαντάκι το ψάθινο! Έχω
δώσει προκαταβολή!», έλεγε και ξανάλεγε. Παρότι λοιπόν ήταν χάλια την άλλη
ημέρα, το τσαντάκι δεν το ξέχναγε, λύσσαξε να δώσει τόσα λεφτά για μια ψάθα. «Όοοοχι,
δε θα πάμε στο πάρτι στο Βρέλλο σήμερα, θα πάμε στη Σπηλιά του Μπέη να βγάλουμε σέλφι!»,
αποφασίσαμε να εξερευνήσουμε λίγο παραπάνω το νησί. Η Ντράνα έπαθε ζαλάδα από τις
στροφές, λίγο που τη βάρεσε ο ήλιος στο κεφάλι, λίγο που είναι ζαβή από μόνη της,
στο τέλος διαλύθηκε και τη μαζεύαμε με το κουταλάκι. Από την ταβέρνα, στο
μαγαζί με την ψάθινη μαλακία κι από εκεί στη βάρκα του τρελού κι από εκεί στο
αμάξι… Η Ντράνα δε μπορούσε πια καθόλου να βρει την ευθεία καθότι είχε ζαλιστεί
από τα πάντα, χωρίς ποτέ ξαναλέω να έχει βάλει αλκοόλ στο στόμα της.
«Φαντάζεσαι να της έρθει να ξεράσει και να αρπάξει ασυναίσθητα
τη σακούλα… και να ξεράσει το ψάθινο τσαντάκι;»…(η προφητεία)
Η επιστροφή ήταν ένα μαρτύριο. «Μα είναι μόνο 2,5 ώρες! Μια
ευθεία είναι μωρέ…», μου είπε κι η συνάδελφος που παρτάρει στις Σπέτσες κάθε
σαββατοκύριακο σχεδόν. «Ντράνα σήκω όρθια και βγάλε το χέρι σου έξω!», ούρλιαζε
η Ρούνι ενώ οδηγούσε κι από τα νεύρα της με την κίνηση ήθελε να φάει το τιμόνι.
«Σκάστεεε τσόφφφλιαααα, σβήνω, δεν είμαι καλά. Μη στρίβετε! Όχι άλλες στροφές! Δεν αντέχω άλλο!»,
έλεγε μια με υστερία την άλλη ξεψυχισμένα η Ντράνα. Αφού αλλάξαμε γνώμη δέκα
φορές για το αν θα πάμε βάσει gps,
ή βάσει τις ταμπέλες, ή απλά το ένστικτό μας, καταφέραμε να μπούμε ξανά στο
λεκανοπέδιο αττικής. «Το αναγνωρίζω αυτό το μέρος, ξέρω από εδώ και κάτω,
σίγουρα!», είπα. Να’ναι καλά ο Ισπανός τερματοφύλακας. «Ευθεία, όλο ευθεία!»,
λέω ενθουσιασμένη. «Όχιιι! Πειραιάαα! Στρίψε δεξιά!», ούρλιαξε η Ντράνα.
Περάσαμε από όλες τις γειτονιές του Περάματος, μπλέξαμε τα μπούτια μας,
βρεθήκαμε να ανεβαίνουμε την Πέτρου Ράλλη κι ούτε ξέραμε που και γιατί μας συνέβη
αυτό το κακό…Γιατί; Γιατί "όοοχι, δε θα πάμε έτσι όπως ξέρει η αφηγήτριααα, θα πάμε όπως λέει το "παιδί" που by the way δεν ξέρει καν να οδηγεί! εκτός ότι είναι λιπόθυμο με κλειστά μάτια στο πίσω κάθισμα..."....
Πέντε ώρες μετά φτάσαμε στο Ασκληπείο Νοσοκομείο της Βούλας.
No comments:
Post a Comment
Any comments?