14.7.14

Για Σπέτσες Όλο Ευθεία – vol2

-          Που είναι το ξενοδοχείο Ντράνα;
-      Δεν ξέρω, κάπου κεντρικά…

Ο κυριούλης μας ανέβασε σαν τσουβάλια με στάρι σε ένα τρίκυκλο και μας είπε ότι με τα πόδια θα είναι πιο κοντά και να μην ανησυχούμε. «Πολύ απομακρυνόμαστε…», σχολιάζω χαμηλόφωνα, αλλά που να φανταστώ. Αφήσαμε τα πράγματα στο ξενοδοχείο, βάλαμε μαγιό κι ήμασταν έτοιμες να παρτάρουμε. «Προς τα εδώ!», έλεγε η μία, «από εκεί!», έλεγε η άλλη. Θάλασσα δε βλέπαμε, πινακίδες δεν υπήρχαν. «Σόρι, προς τα πού είναι το νερό;», ρωτάμε έναν μηχανόβιο. «Όλο ευθεία…».
 Μετά από ώρα περπάτημα φτάσαμε στο λιμάνι ξανά και δεν είχαμε ιδέα πως θα επιστρέφαμε πίσω στο ξενοδοχείο. «Μα… τι περιοχή θεωρείται; Ντάπια ή Παλαιό Λιμάνι;», ήταν η απορία όλων και τελικά ποτέ δεν καταλάβαμε που ήταν το ξενοδοχείο. Αυτό που καταλάβαμε ήταν πως όλα βρίσκονταν στην ευθεία, αλλά η ευθεία δεν υπήρχε σε αυτό το νησί.

Να΄μαστε λοιπόν στο πάρτι του Βρέλλου. Η Ντράνα τολμηρή ετοιμάζεται να βουτήξει στο νερό και πάνω στη στιγμή γνωρίζει ένα γκομενάκι. Το έκαναν να φαίνεται τόσο εύκολο... Αλλά όχι. Εγώ είμαι συνηθισμένη στην άμμο, στις κυκλάδες...

5 Βήματα για να βγεις σεξι από τη θάλασσα στις Σπέτσες :

1.       Βγαίνοντας από τη θάλασσα περπάτα αισθησιακά πάνω στα κοφτερά βότσαλα που σου ξεσκίζουν τις πατούσες
2.       Βρες ισορροπία και άφησε ανεξέλεγκτη όλη του τη γκαουτσαλοσύνη τεντώνοντας άκομψα τα χέρια αριστερά και δεξιά
3.       Κάνε επικύψεις μπρος και πίσω μέχρι να έρθεις στα ίσια σου
4.       Βγάλε «όου – όου» κραυγές καθώς ήδη στο μυαλό σου έχεις τσακιστεί
5.       Άσε να πέσεις κάτω σα φώκια και με κίνδυνο το μαγιό να φύγει και να βγει το κώλος/βυζί φόρα παρτίδα

Η Ρούνι κι η αφηγήτρια το έριξαν στα σφηνάκια - ωραίος ο μπάρμαν- και για λίγο δεν έχασαν το ΚΤΕΛ, καθότι το «παιδί», δεν πίνει αλκοόλ, μόνο κρύο τσάι, κι εκείνη τη δύσκολη ώρα που οι άλλοι ήδη επιβιβαζόντουσαν, έβγαζε σέλφι στην αιώρα. Φυσικά, το παιδί δεν φοράει ρολόι (και ούτε ξέρει να τη διαβάζει στο κινητό). Όρθιες στο ΚΤΕΛ και πλέον πεινασμένες...

Ο Κουμπάρος μας είχε τάξει να φάμε στο Ορλώφ, μουσακά χταποδιού και εμείς με τη σειρά μας το είχαμε προτείνει σε εκείνο το συμφοιτητή που πετύχαμε στο καΐκι με τη γκόμενά του. «Ρούνι, βάλε το πουκάμισό σου, μην πουν ότι είμαστε με τα μαγιό». Έβαλε το πουκάμισο, κούμπωσε όλα τα κουμπιά ως απάνω σαν τον Πίπη και τελικά φάγαμε πόρτα. Ο συμφοιτητής έτρωγε στο βάθος κι εμείς φεύγαμε πεινασμένες και ντροπιασμένες.

Καταλήξαμε σε μια ψαροταβέρνα που επίσης θεωρείτο χάι κλας -απορίας άξιον γιατί- και για να μη μας ρίξουν πόρτα κι αυτοί, μας έβαλαν στο τραπέζι του προσωπικού – μάλλον. Άδεια όλα τα τραπέζια, η ώρα οκτώ κι εμείς κρυμμένες σαν την ντροπή του νησιού; «Ε όχι! Θα τους τρίψουμε τα λεφτά μας στη μούρη!», αποφάσισα νευριασμένη, έξαλλη με το γεγονός ότι ένα ζευγάρι ξένοι κάθονταν στο καλύτερο τραπέζι και φυσικά, γνωστή η τσιγγουνιά του ξένου τουρίστα, την έβγαζαν με μια σαλάτα στη μέση. Πάρε και αυτό, πάρε κι εκείνο, πάρε και το άλλο, ωραία κι η μακαρονάδα του ψαρά, φέρε και μια καλαμαράδα απο σουπιά γιατί δεν έχεις ούτε καλαμάρι, αγκαλιά με ένα Θαλασσίτη, τους τρίψαμε τα λεφτά μας στη μούρη και φύγαμε ντίρλα, σκασμένες και άφραγκες, μην έχοντας ιδέα προς τα πού είναι το ξενοδοχείο… «Όλο ευθεία κορίτσια, καλά πάτε…».

No comments:

Post a Comment

Any comments?