Η περιπέτεια ξεκίνησε το Σάββατο το πρωί στις 10:00. Η
Ντράνα έβαζε την έβδομη στρώση κραγιόν, η Ρούνι αποτέλειωνε ό,τι υπήρχε μέσα
στο ψυγείο «για να μη χαλάσει!» κι η αφηγήτρια έβραζε από θυμό περιμένοντας
μέσα στο αμάξι κάτω από το σπίτι… Μετά από παρακαλετά και βρισιές ενθάρρυνσης της
αφηγήτριας ξεκίνησε η περιπέτεια: Οδηγός: Η Ρούνι σε ρόλο μπαμπά. Συνοδηγός:
Η Αφηγήτρια σε ρόλο μαμάς χωρίς μητρικό ένστικτο. Στο πίσω κάθισμα: η
Ντράνα, ετών (2)7. Προορισμός: Σπέτσες Άιλαντ. Εκτιμούμενος χρόνος ταξιδιού: 2,5 ώρες.
Πρώτη στάση, στο
φούρνο για καφέδες. Ένα λάτε για τη Ρούνι όπως πάντα. Ένα λάτε που πάντα
σπείρει τον πανικό στους καφετζήδες – τι; Λάτε; Δηλαδή; Πως; Ωχ… «Θέλετε το
κλασικό μας το Αράμπικ;», ρωτάει η υπάλληλος. Έχω νεύρα, θέλω να της δαγκώσω το
λαρύγγι, «ένα καφέ οτιδήποτε». Τι εννοείς κλάσικ; Ότι δηλαδή θα καταλάβω εγώ τη
διαφορά αν είναι κλάσικ ή άλλο; Έχω ξαναπάρει καφέ από εσένα; Σε ξέρω; Δε
νομίζω! Βουτάω τους καφέδες. «Νομίζω έχω νεύρα επειδή πεινάω», λέω. «Ναι! Μόνο
τότε έχεις νεύρα εσύ!», λέει η Ντράνα. Ήτο πραγματικότητα. Εγώ έχω πάντα νεύρα.
Αλλά όταν πεινάω, πιο πολύ.
Δεύτερη στάση, στο βενζινάδικο. Γεμίζουμε το αυτοκίνητο ενόσω
περιμένουμε τη Ντράνα να επιστρέψει από την τουαλέτα. Όσο γεμίζει το ντεπόζιτο,
η Ντράνα κάνει ακροβατικά να κατουρήσει όρθια ενώ ένας άστεγος με χολέρα το
λιγότερο προσπαθεί να της κάνει ΝΤΟΥ. Η Ντράνα επιστρέφει, η Ρούνι ετοιμάζεται
να πληρώσει και τότε αντιλαμβάνεται ότι δεν έχει μαζί την κάρτα bonus του βενζινάδικου –
ευκαιρία για φλερτ από μεριάς του gas station boy- αλλά την έχει πιάσει η
ψυχαναγκαστική τσιγγουνιά, δε θέλει να χάσει τους πόντους, «ηρέμησε πια! Και τι
θα κερδίσεις;» - «μα τόσους πόντους θα χάσω/αφού το γεμίσαμε/θέλω τους πόντους
μου» - «σιγά! Τι θα χάσεις; Ένα ποτήρι;» -«όχι σου λέω δίνουν καλά δώρα».
Φύγαμε χωρίς τους πόντους έχοντας φυσικά χάσει πολύ χρόνο.
Τρίτη στάση: Τσιγάρα. Προσπερνούσαμε τα περίπτερα το ένα
μετά το άλλο και η Ρούνι δε σταματούσε σε κανένα. «Θα έχω νεύρα αν δεν…».
Φυσικά. Κι ύστερα σταμάτησε στο τελευταίο περίπτερο για τα επόμενα 180χλμ και
τώρα επιτέλους είχαμε ξεκινήσει για Σπέτσες.
Αφού είχαμε μελετήσει τους χάρτες του Google, εγώ υποτίθεται ήξερα το δρόμο από
πέρσι κι η Ντράνα από πριν ένα μήνα (εκτός συναγωνισμού γιατί είναι το «παιδί»),
είχαμε και το Gps βοηθό, πηγαίνοντας στο δρόμο με τα πεύκα. Κάθε λίγο, «πόσα
χιλιόμετρα ακόμα;», ρωτούσε η Ρούνι, κι εγώ έφερνα παραδείγματα που μου
ερχόντουσαν στο μυαλό «4 φορές από το σπίτι σου στην Κηφισιά», «δυό φορές από την
Αμοιβάδα μέχρι το σπίτι μου», «από τη δουλειά μέχρι το Κέντρο» και κάπως έτσι
φτάσαμε μια ανάσα πριν την Κόστα. Αλλά που;
Δύο ξανθές μέσα σε ένα μίνι έτρεχαν
πίσω μας. «Κι αυτές Σπέτσες θα πηγαίνουν… Ωχ! Τις χάσαμε! Που είμαστε;». Κοιτάω
το GPS… «δεν ξέρω…
είμαστε εκτός χάρτη… το βελάκι είναι σε λευκό background και πάει προς στο άγνωστο…». Κι όλοι μας έλεγαν ότι είναι εύκολο, "για Σπέτσες όλο ευθεία" και "μόνο 2,5 ώρες". Ένα
τέταρτο αγωνίας μετά, έχουμε ξαναβρεθεί σε χαρτογραφημένη περιοχή και λίγο μετά
έχουμε παρκάρει, έχουμε φορτωθεί τις βαλίτσες και τρέχουμε για το τρεχαντήρι,
με τους 80 επιβάτες/σαρδέλες και τα 20 σωσίβια. Γιατί πάνω από όλα είμαστε
Έλληνες και όταν λέμε ότι η βάρκα πρέπει να γεμίσει, δεν εννοούμε «πόσους
αντέχει η μηχανή» αλλά «πόσοι χωράνε πριν μπουν τα νερά μέσα».
Τελικός χρόνος ταξιδιού: 4 ώρες και 15 λεπτά.
No comments:
Post a Comment
Any comments?