18.5.14

The Drana On Fire


Ήταν φρεσκολουσμένη και δε φορούσε λακ -ευτυχώς. Είχε ακουμπήσει δύο διακριτικές σταγόνες αρώματος Σανέλ Νο 5 πίσω απο τα αφτιά. Είχε ανέβει πάνω στα ψηλά πέδιλα στολισμένα από κρυστάλλους Σβαρόφσκι και είχε βάψει τα σαρκώδη χείλη της κόκκινα, στο χρώμα της φωτιάς. Μια ντίβα όπως πάντα, με καλοκαιρινή διάθεση...η Ντράνα θα πήγαινε σε ένα ελίτ πάρτι στα νότια προάστια Αττικής.

 Όλα κυλούσαν όμορφα στον κήπο της Εδέμ, το πολυτελές μπαρ πάνω στη θάλασσα στο οποίο είχε κάνει μόλις άφιξη η Ντράνα. Αφουγκράστηκε τα κύματα, έβγαλε μερικές φωτογραφίες υψηλής αισθητικής για το ίνσταγκραμ πριν ο αέρας της χαλάσει το μαλλί. Έπινε ντοματόζουμο χωρίς αλκοόλ (Virgin Mary) και κουνούσε το κεφάλι της ατίθασα στο ρυθμό της μουσικής. Κοίταζε ανυπόμονα γύρω της, γιατί, τώρα, σε λίγο, όπου να’ναι, θα έμπαινε ένας πρίγκιπας με λευκό αεράτο πουκάμισο, κόκκινη χαίτη και φακίδες στη μύτη, να την κλέψει και να την πάρει μαζί του στον πύργο του –σε κάποιο κρύο μέρος της Αγγλίας. 

Η επιρροή της πανσελήνου του Απριλίου είχε αντιπαρέλθει ανεπιστρεπτεί και τίποτε δε θα μπορούσε να της κόψει την τύχη στο εξής. Ξάφνου, μια αθίγγανη μεσήλικη διασχίζει ξυπόλιτη το παραλιακό μέρος του μπαρ. Κρατάει τριαντάφυλλα στο ένα χέρι, χαρτομάντιλα στο άλλο. Κοντοστέκεται και κοιτάζει από μακριά τη Ντράνα, μέσα σε εκείνο το σιέλ αέρινο φορεματάκι να ανεμίζει. Η αθίγγανη την πλησίασε όπως ο πυροσβέστης την ωρολογιακή βόμβα. «Κορίτσι μου… δώσμου το χέρι σου να σου πω το ριζικό σου…», της είπε με μάτια που θαρρείς είχαν μαυρίσει ολάκερα, δεν έβλεπες ασπράδι. Η Ντράνα σιχάθηκε λίγο, άπλωσε την παλάμη αλλά της ζήτησε να μη την αγγίξει. Η Αθίγγανη  έριξε μια ματιά και έντρομη κοίταξε ξανά τη Ντράνα… «Η γραμμή της ζωής σου κορίτσι μου…», δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει την πρόταση κι τράπηκε σε άτακτη φυγή κι ας μην είχε προλάβει να πουλήσει ούτε ένα χαρτομάντιλο. «Σταδιαλα», σκέφτηκε η Ντράνα, αλλά δε θα της χαλούσε το βράδυ μια τσιγγάνα.

Λίγο παραπέρα διασκέδαζε μια παρέα ανδρών, οι οποίοι το καίγανε το πελεκούδι στην κυριολεξία. Οι μπουρτζόβλαχοι νόμιζαν ότι βρίσκονται στο γήπεδο, με βεγγαλικά χειρός, πυροτεχνήματα, καπνογόνα γηπέδου, ναυτικές φωτοβολίδες, πυρσούς, βαρελάκια κόκκινου καπνού κ.λπ. και ανάμεσα στα λοιπά του εξοπλισμού μια θανατηφόρα βουβουζέλα. Πάνω στο κέφι, η βουβουζέλα εκπυρσοκροτεί, γίνεται ένα ατύχημα, αρπάζουν φωτιά οι χατοπετσέτες. Ένας από τους Ούνους αρπάζει τις χαρτοπετσέτες οσάν πυρομανής και τις εκτοξεύει καταπάνω στο φίλο του, για πλάκα. Ο φίλος του αποφεύγει τη βολή με μια άκομψη πιρουέτα, ο αγέρας βουτάει τις φλεγόμενες χαρτοπετσέτες, τις σηκώνει ψηλά και μια από αυτές κολλάει βεντούζα στα μαλλιά της Ντράνα. Το ένα φέρνει το άλλο και σε κλάσματα δευτερολέπτου η Ντράνα έχει γίνει λαμπάδα. Ο κόσμος έχει μείνει άναυδος μπροστά στο θέαμα. Μην ήταν Παναγιά; Έμοιαζε με φωτοστέφανο η φλόγα στην κεφαλή της. Η Ντράνα ένιωθε τη ζέστη, έβλεπε το φως, αλλά ήταν αδύνατο να καταλάβει ότι η φωτιά βρισκόταν πάνω της, ώσπου άρχισε να καίγεται για τα καλά.



Κανείς δεν ήξερε πώς να βοηθήσει την πύρινη λαίλαπα, εκείνη στρίγγλιζε κι άρχισε να κοπανιέται κι επιτέλους ένας θαμώνας έβαλε τα χέρια του και με μερικά χτυπήματα στο κεφάλι κατάφερε να σβήσει τη φωτιά. 

Η Ντράνα στράφηκε με πόνο στη θάλασσα (καμένη και δαρμένη) ενώ τούφες από το κεφάλι της έπεφταν στην καμένη γη. «Τελικά δεν είμαι η mother of Dragons…» είπε. Μύριζε καμένο κοτόπουλο, ήταν τσουρομαδημένη και σοκαρισμένη. «Δεν έχω δουλειά, ούτε καν μαλλιά… Μόνο σκουλαρίκια και κραγιόν…», απεφάνθη και χάθηκε μέσα στη νύχτα…

No comments:

Post a Comment

Any comments?