22.5.14

Everybody loves the Marketista vol 2: Ο επίμονος Κλαδευτής!

Ήταν ένα κρύο απόγευμα του Ιανουαρίου όταν το μεγαλοστέλεχος του μάρκετινγκ της Giant βγήκε κατάκοπο από την εταιρεία με τα κλειδιά στο χέρι, το άγχος "θα με φτάσει η βενζίνη μέχρι το βενζινάδικο ή όχι;" και με το μαλλί ως απάνω από τα νεύρα.

Το αυτοκίνητο ήταν παρκαρισμένο σε κεντρικό δρόμο, ψιλοπαράνομα, γιατί τα μεγαλοστελέχη ζουν επικίνδυνα. Η Μαρκετίστα μπήκε γρήγορα στο αμάξι, το μόνο που είχε στο μυαλό της ήταν να φτάσει με τις τέσσερις ρόδες στο πλησιέστερο βενζινοπωλείο και να φουλάρει το ντεπόζιτο με τα δέκα ευρώ που είχαν απομείνει μέχρι το τέλος του μήνα. Στη διαδρομή, κι αφού έφτανε στο στόχο-βενζινάδικο, επομένως ξεκόλλησε για λίγο τα μάτια από το κόκκινο λαμπάκι και κοίταξε ευθεία στο δρόμο, παρατήρησε ότι καταμεσής του παρμπρίζ της υπήρχε μια πρασινάδα, περίτεχνα και με δεξιότητα καρφωμένη, ακριβώς στο κέντρο. Μα πως δε το είχε δει τόση ώρα;

Ξαφνικά όχι μόνο το παρατηρούσε αλλά την ενοχλούσε κιόλας κι άμα μπορούσε θα σταματούσε στη μέση του δρόμου για να βγάλει αυτό το πράμα από τη μέση. Έκανε υπομονή κι εκνευρισμένη έφτασε στο βενζινάδικο. Ο βενζινάς το πήρε και της το έδωσε στα χέρια. Εκείνη το κοίταξε καλά-καλά. Ο βενζινάς γέλασε, κι είπε σε σπαστά ελληνικά "κάποιος το έβαλε εκεί".

Η Μαρκετίστα γύρισε στο σπίτι με το κλαδί κι άρχισε να ψάχνει στο ίντερνετ όμοιες φωτογραφίες. Αν υπήρχε κάποιος κρυφός θαυμαστής, θα άφηνε ένα λουλούδι, ή έστω ένα σημείωμα. Έψαξε το αμάξι γύρω γύρω, μήπως ο Κλαδευτής είχε γράψει το ραβασάκι, στη σκόνη που στόλιζε το αμάξι της. Τζίφος. Το μυαλό της πήγε σε εκείνον το συνάδελφο, που πλακατζή δεν τον έλεγες, καψούρη δεν τον έλεγες, αλλά μαλάκα τον είπες τελικά. Η Μαρκετίστα έμαθε οτι αυτό το κλαδί ήταν φίκος. Μάλιστα. Και τι μπορεί να συμβολίζει ο φίκος αγαπημένο γοογλε;

Ύστερα το μυαλό της ταξίδεψε. Κάποιος ανίκανος να σκεφτεί κάτι καλύτερο, έκανε μια απόπειρα να βουτήξει το δάχτυλό του στο ρομαντισμό, έκοψε ένα φίκο και της τον φύτεψε στο παρμπρίζ. "Εσύ ήσουν;",τον ρώτησε ελπίζοντας οτι είχε λύσει το αίνιγμα. Εκείνος είπε όχι, εκείνη τον πίστεψε κι ένιωσε λίγο γελοία για την ερώτηση. Άκου εκεί, να τον ρωτήσει "εσύ έβαλες το κλαδί στο παρμπρίζ;". Μετά όμως ήρθε το παράπονο. Μα γιατί να μη σκεφτεί να μου αφήσει ένα φυτό στο αυτοκίνητο, έστω κι ένα φίκο; Κι αν δεν είναι αυτός, τότε ποιος;

Οι φίλοι της την έβγαλαν τρελή. "Ε μωρέ, κάποιος περαστικός θα το έβαλε εκεί τυχαία, για πλάκα...". Οι φίλοι της το ξέχασαν και το είχε ξεχάσει κι εκείνη, ώσπου πέντε μήνες μετά, ύστερα απο μια ακόμη κατάκοπη ημέρα, οι μνήμες ζωντάνεψαν ξανά μπροστά στα μάτια της: Ένα άλλο κλαδί, άλλο είδος, όχι φίκος, ήταν καρφωμένο στο ίδιο σημείο του παρμπρίζ. Το αμάξι σε άλλο στενό παρκαρισμένο. Αυτή τη φορά το εκπαιδευμένο μάτι της το είδε αμέσως. Έβγαλε μια φωτογραφία, το έστειλε στους φίλους της με σημείωση "δεν είμαι τρελή", πέταξε το κλαδί και γύρισε στο σπίτι της αλαφιασμένη.

Ο επίμονος Κλαδευτής ξαναχτύπησε κι ούτε ένα στοιχείο δεν άφησε για το ποιος μπορεί να είναι. Ποιος απο όλους αυτούς τους τρελούς θαυμαστές μπορεί να ήταν; Ποιος ήταν ο Κλαδευτής του Παλαιού Φαλήρου και γιατί προτιμούσε τα κλαδιά απο τα λουλούδια; Τι είδους ανωμαλία ήταν αυτή;

Ένα ήταν σίγουρο. Everybody loves the Marketista, but there is one who loves her more.

No comments:

Post a Comment

Any comments?