1.7.13

Φόνοι στο Μείων Τρία (ολόκληρο)

Ξύπνησε βαριεστημένα για ακόμα μια φορά, είχε ξημερώσει Δευτέρα. Τις άλλες μέρες δεν πειράζει, αλλά όπως θα έλεγε ο Ρέμος για τα Σάββατα, πως μπορείς να μην κοιμάσαι λίγο παραπάνω τις Δευτέρες;  Το ξυπνητήρι χτύπησε για 3η φορά. Ο σκύλος της είχε ήδη σκαρφαλώσει στο μοναχικό δεύτερο μαξιλάρι και την κοίταζε επίμονα. «Σήκω γαϊδούρα, θέλω να κατουρήσω!». Εκείνη κακόκεφη κλείνει το ξυπνητήρι, πετάει το κινητό στην άλλη άκρη του δωματίου – το κινητό της είναι ο χειρότερος  εχθρός της. Βάζει το σουτιέν πάνω από τη μπλούζα και μια δεύτερη μπλούζα πάνω από το σουτιέν – τόσο πολύ βαριέται- και πάει το σκύλο βόλτα. Της αρέσει κατά βάθος αυτή η πρωινή βόλτα γιατί είναι η μόνη ώρα της ημέρας που βλέπει λίγο φως. Ναι, η ηρωίδα μας είναι ένας δούλος των υπογείων. Δεν βλέπει φως, δεν βλέπει ουρανό, δεν βλέπει τίποτα, παρά μόνο τοίχους και το κεφάλι της προϊσταμένης να προεξέχει από το απέναντι γραφείο – θα σου πω μετά.

Επιστρέφοντας από το dog walk αρχίζει να γεμίζει την τεράστια καμιλό τσάντα γραφείου της με όλα τα απαραίτητα. Δεν θέλει να της λείψει τίποτα. Θα χρειαστεί σίγουρα το καρνέ, δύο Usb, τα ηλεκτρονικά τσιγάρα και τους φορτιστές τους, χάπια για τον πονοκέφαλο, χάπια για το αυχενικό, χάπια για τον πονόκοιλο, το κολατσιό. Γυαλιά ηλίου, γυαλιά μυωπίας- αν και δεν τα χρειάζεται – θα σου πω μετά. Χώνει μια φέτα κίτρινο τυρί στο στόμα, να ανέβει λίγο η πίεση. Η καμιλό τσάντα την εκνευρίζει. Έχει πολλές, αμέτρητες θήκες και όλα αυτά τα πράγματα χάνονται. Θυμάται να τα ψάξει πάντα στο αυτοκίνητο, με εκνευρισμό. Να μπαινοβγαίνει το χέρι μέσα στην τσάντα από τσέπη σε τσέπη κι από θήκη σε θήκη, να τα βρίσκει όλα εκτός από το ζητούμενο. Είναι γενικά, κάπως… νευρική.

Πριν από αυτό όμως, πρέπει να ετοιμαστεί. Βγάζει τη δεύτερη μπλούζα και το σουτιέν, ντύνεται κανονικά. Ρουφιέται να μπει στα ρούχα γραφείου, το συντηρητικό παντελόνι, τη μπλούζα της καλόγριας, είναι κατακαλόκαιρο και θα βγάλει τη μπέμπελη εκεί στα υπόγεια. Αλλά  έτσι είναι αυτά, η συντηρητική ελληνική κερδοσκοπική επιχείρηση δε γνωρίζει από καλοκαιρινά ρούχα- θα σου πω μετά.

Όλα είναι χρονομετρημένα με ακρίβεια. Θα μπει τελικά στο αυτοκίνητο στις 8.24 και θα είναι στο πρώτο φανάρι – το πιο αργό του κόσμου ίσως – στις 8.33… Στις 9 θα χτυπήσει κάρτα και θα κατέβει με τις σκάλες δύο δύο τα σκαλιά για να φτάσει στο μείων τρία, εκεί που οι ακτίνες του ήλιου δεν έφτασαν ποτέ και το οξυγόνο είναι λέξη άγνωστη. Μόνο μονοξείδιο. Άνθραξ ο θησαυρός που λένε, για εκείνη, άνθραξ σκέτος. «Α σιχτίρ, οι ατμοί του ηλεκτρονικού τσιγάρου τους πείραξαν!».  Καυσαέριο, ο φόβος και ο τρόμος… Γενικότερα, στη ζωή, θα πρέπει να φοβόμαστε πάντα αυτό που «δεν βλέπουμε». Όπως είναι αυτός που κρύβεται στο σκοτάδι, όπως είναι το μάτι, ή η τερηδόνα – θα σου πω μετά.

Μπαίνει μέσα, βγάζει τα γυαλιά ηλίου – αχρείαστα να είναι…- μοιράζει περίπου δέκα αδιάφορες καλημέρες με ψεύτικο χαμόγελο, δεξιά κι αριστερά. Ψάχνει πανικόβλητη την τσάντα, για άλλη μια φορά, βρίσκει τη μαγνητική κάρτα, την χτυπάει στο μηχάνημα. Περιμένει να δει το πράσινο φωτάκι να ανάβει και να κάνει το χαρακτηριστικό «μπιπ».  Τότε παίρνει φόρα και κατεβαίνει όλους τους ορόφους μέχρι να φτάσει στα έγκατα της γης. Μόλις φτάσει στο υπόγειο κρατάει την αναπνοή της – το καυσαέριο της καίει τα ρουθούνια- και τρέχει να μπει στο γραφείο, που όσο να πεις, υπάρχει τουλάχιστον ένας ιονιστής.  Βάζει καφέ και ανοίγει τον υπολογιστή. Πάει στα  email της. Η αλληλογραφία κοντεύει να εκραγεί από τις μαλακίες που θα έχει λάβει. Τα μισάemail είναι ακαταλαβίστικα, με τη σήμανση «θα σου πω μετά»… 

Καθώς ξεσκόνιζε τα email της και σημείωνε πόσα έχει να κάνει για «μετά», οι συνάδελφοι άρχισαν να έρχονται ένας- ένας, να κάθονται σεμνά και ταπεινά στα γραφεία τους, να ανοίγουν τους υπολογιστές, να ψήνουν τα τοστάκια τους και να παραγγέλνουν καφέδες από το κυλικείο. Η ηρωίδα πάντοτε αναρωτιόταν, «εκείνοι τι σκατά μισθό έχουν που τους περισσεύουν  για καφέδες και σαντουιτσάρες κάθε μέρα;». Ύστερα σκεφτόταν ότι εκείνοι ίσως να μην έχουν ζωή, παρά μόνο εκείνη που γνώριζε στο γραφείο. Μετά τη δουλειά, θα κλείνονταν στα σπίτια τους και θα έμεναν νηστικοί μέχρι την άλλη μέρα που θα άρχιζε πάλι το τσιμπούσι του γραφείου.

Τα γλυκά πήγαιναν κι ερχόντουσαν, όλο και κάποιος θα είχε γιορτή ή γενέθλια κι έφερνε να κεράσει. Κι άλλη ευκαιρία για τσάμπα μάσα. Όλες οι αναθυμιάσεις, από το καμένο τοστ, το γιαουρτάκι, τον καφέ, έκαναν την ατμόσφαιρα ακόμη πιο αποπνικτική, τι να κάνει πια κι ο έρμος ο ινονιστής; Τι να πρωτοφιλτράρει;

Αν συγκεντρωνόσουν στους ήχους, σου ερχόταν τρέλα. Δύο εκτυπωτές, δύο ερκοντίσιον, οκτώ τηλεφωνικές γραμμές, ψίθυροι, φωνές, αυτοκίνητα… Ε, ναι, έξω από το γραφείο ξηστά από τον τοίχο υπήρχαν αυτοκίνητα, ήταν το parking. Για καλή τους τύχη, η πόρτα είχε μια εσοχή, που προστάτευε όσους έβγαιναν από το να τους πατήσει κάποιο όχημα. Μια μεγάλη τρέλα κι από τα ηχεία στο ταβάνι, τα μικρά, ανυπόφορα αυτά ηχεία, που δε τα πιάνει το μάτι σου αλλά βασανίζουν το αφτί σου όλη μέρα, να παίζει ο τιτανικός και τα παιδιά του Πειραιά σε acoustic version.

Στις 10.30 όλοι θέλουν να πάνε στην τουαλέτα. Ο γυναικείος πληθυσμός κρατούσε αντίγραφα από το «κλειδί του παραδείσου», όπως αποκαλούσαν τον μικρό δαίμονα, δηλαδή, το κλειδί του γυναικείου μπιντέ. Όταν επέστρεφαν από εκεί έπλεναν με το αντισηπτικό τα χέρια μέχρι τον αγκώνα και πάντα κάποια θα σχολίαζε για τον εργάτη του διπλανού γραφείου «τον είδα να βγαίνει, να πιάνει το πόμολο και να φεύγει! Δεν έπλυνε τα χέρια του!».

Και τότε, ανάμεσα σε όλες τις φωνές, τους ήχους, τον τιτανικό, τα δεκάδες χιλιάδες «θα σου πω μετά», τα «άστο για πιο μετά» και «άστο για τελευταία στιγμή γιατί είσαι στην Ελλάδα»… της ήρθε μια ιδέα… Φαντάστηκε ότι σηκώθηκε επάνω, ήρεμα και προσεκτικά, και ζήτησε σε όλους «ακούστε λίγο…»… όχι μετά, αλλά τώρα. Αλλά δεν άκουσε κανείς, οπότε χρειάστηκε να φωνάξει «ΤΩΡΑ!» και πριν καλά καλά το καταλάβει, χαστουκίζει με όλη της τη δύναμη την προϊσταμένη, που γκάριζε στο τηλέφωνο λες και μιλούσε με ανταποκριτή στη Νέα Γουινέα. Όλοι έσκασαν επιτέλους, τώρα ακούγονταν μόνο τα μηχανήματα και «Air» του Σεμπάστιαν Μπάχ… Της άρεσε τόσο πολύ, που έριξε κι άλλο χαστούκι στη Προϊσταμένη, κι ύστερα κατάλαβε ότι πρέπει να σταματήσει, γιατί ήταν όπως με τα σοκολατάκια, λες θα φάω ένα, και μετά δεν μπορείς να σταματήσεις. Τόσο εθιστικό και νόστιμο ήταν και το χαστούκι…

Γιατί να μη μπορεί να είναι αλήθεια; Μέσα στο κεφάλι της, τους είχε ήδη σκοτώσει δέκα φορές έκαστο και εκατό την προϊσταμένη. Τη σκέψη της διέκοψε  η συνάδελφος που βροντοφώναξε «θα παραγγείλω να φάω! Θέλει κανείς τίποτα;»… Αυτό ήταν! Θα τους δηλητηρίαζε με το φαγητό τους! 

~ ~ ~

Όλος ο θίασος παρέλασε από το μικρό σκοτεινό γραφείο του μείων τρία…  Σε κάποια φάση, όπου όλα τα τηλέφωνα  ταυτοχρόνως χτυπούσαν υστερικά, σήκωσε τα μάτια της απεγνωσμένη πλέον από τον θόρυβο κι έτοιμη να γρυλλίσει σαν ξελιγωμένος λύκος, κι αντίκρισε το τσίρκο Medrano. Ωσάν να βρισκόταν σε μασκέ πάρτι, μια νοσοκόμα, μια τραπεζοκόμος, ένα γιατρός,  ένας κουστουμάτος, ένας φοιτητής και μια καμαριέρα, όλοι όρθιοι, είχαν περικυκλώσει την ταλαίπωρη υπάλληλο του ανθρώπινου δυναμικού. Ο ένας ζητούσε άδεια, ο άλλος είχε χάσει την κάρτα του, ο τρίτος ούρλιαζε ότι θα παραιτηθεί, ο τέταρτος έβριζε επειδή απολύθηκε και ο φοιτητής είχε έρθει να αφήσει το βιογραφικό του για πρακτική… Το είχε ήδη μετανιώσει. Το είχε μετανιώσει από πριν κατέβει στο μείων τρία. Ήταν κλειστοφοβικός βλέπεις. Κοίταζε αμήχανα την πόρτα της εξόδου, όσο για το βιογραφικό, ήθελε να το βγάλει από τη ζελατίνα και να το φάει.  

Η υπάλληλος, αν υπήρχε παράθυρο θα έπεφτε από κάτω. Δεν υπήρχε όμως. Αν υπήρχε πολυέλαιος, ή έστω κάποιο άλλο εκκρεμές φωτιστικό, θα κρεμιόταν από εκεί. «Τι σκατά να κάνω; Πώς να αυτοκτονήσει κανείς στο μείων τρία», σκέφτηκε μέσα της. «Μα είναι εύκολο, βγες από την πόρτα και πάρε τρείς βαθιές, πολύ βαθιές ανάσες…», θα της απαντούσε η ηρωίδα, αν έλεγε δυνατά τη σκέψη της, «κι από τις αναθυμιάσεις θα πέσεις ξερή». Τρείς μεγάλες αναπνοές από το καυσαέριο την ημέρα, τον γιατρό τον κάνουν πέρα.

Μα ναι! Πως δεν το είχε σκεφτεί πιο πριν; Θα μετέτρεπε το γραφείο του μείων τρία σε θάλαμο βρωμερών αερίων, έτσι όχι μόνο θα σκότωνε αυτούς που ήθελε, αλλά και θα ανακούφιζε από αυτή τη μάταιη ζωή εκείνους τους λίγους που συμπαθούσε. Άσε που θα ήταν ένας σχετικά ανώδυνος θάνατος. Θα έκλεινε ύπουλα τον ιονιστή και θα άφηνε το καυσαέριο να μπαίνει λίγο λίγο από την πόρτα. Βέβαιος θάνατος και θα το θεωρούσαν «εργατικό ατύχημα». Όπως όταν βουλιάζουν τα φουσκωτά με τους μετανάστες, ή όπως όταν χάνεται κάποια μαϊμού-αστροναύτης στο διάστημα, ή όπως όταν πεθαίνουν στρατιώτες σε ομηρία, ή… όλοι αυτοί οι σκοτωμοί που ακούμε και πάντα φταίει ο Άνθρωπος  αλλά δεν τον κατηγορούμε για φόνο ποτέ. Υπάρχει πάντα μια δικαιολογία.

Το πρόβλημα ήταν, πως θα έσωζε το τομάρι της; Γιατί βέβαια, εκείνη δεν θα αυτοκτονούσε μαζί με τους άλλους, είχε ήδη μαζέψει το παραδάκι από τον τεράστιο μισθό της και θα ζούσε μια υπέροχη ζωή, αφού το έσκαγε, στα νησιά του Πάσχα. Την απόδρασή της την είχε σχεδιάσει καιρό πριν. Η μέθοδος εξόντωσης ήταν που την απασχολούσε. Ίσως τελικά, η δηλητηρίαση του αέρα να μην ήταν τόσο καλό σχέδιο…






~ ~ ~

Η λύση θα ερχόταν από μόνη της. Η φύση έκανε πάλι το θαύμα της κι εκείνο το απόγευμα, λίγο πριν το σχόλασμα, έγινε διακοπή ρεύματος. Ο ιονιστής έπαψε να λειτουργεί. Σε πολύ λίγο όλο το κτίριο άρχισε να σείεται και η προϊσταμένη, σαν αλαφιασμένος μπαμπουίνος άρχισε να ουρλιάζει «ΣΕΙΣΜΟΣ!»… Κι άντε βγες εσύ τώρα από το μείων τρία…

(Λίγο πριν τη Συντέλεια του Μείων Τρία)

Το κουζινάκι του υποτιθέμενου γραφείου-ποντικότρυπα, βρίσκεται ακριβώς πίσω από την καρέκλα της. Χωρίς διαχωριστικό πάσης φύσεως διακοσμητικό ή άλλο. Όταν κάποιος συνάδελφος πλένει τα πιάτα, μπορούσε παράλληλα να της κάνει μασάζ με τους αγκώνες του. Όταν βάζει νερό από τη βρύση, να την πιτσιλάει, έτσι, για το δρόσισμα. Όταν ψήνει το τοστάκι, να πιάνει στην τοστιέρα και λίγα μαλλιά της. Το καλύτερο όμως είναι, ότι ο συνάδελφος δεν καταλαβαίνει τίποτα από όλα αυτά, επομένως, αφού τελειώσει όλες αυτές τις δραστηριότητες, συνεχίζει το φαγοπότι στο ίδιο ακριβώς σημείο, δηλαδή, πίσω από το κεφάλι της.

Ακούει την κάθε  μπουκιά, την κάθε κατάποση, το ψωμί που σκίζεται στα δόντια, το τυρί που ρουφάει με την άκρη των χειλιών, το ζαμπόν που μαστιγώνει πρόστυχα τη γλώσσα. Καθώς τρώει και λίγη χαρτοπετσέτα μαζί, ακούγεται  το λαίμαργο ρουθούνισμά του. Παράλληλα θα μιλήσει στους υπόλοιπους συναδέλφους και δε θα σταματήσει όσες φορές κι αν εκείνη αγανακτισμένη ξεφυσήσει. Το αποκορύφωμα είναι ότι θέλει να πιάσει κουβέντα και μαζί της… Μια τέτοια μέρα ήταν κι εκείνη, αυτή, πριν από την καταστροφή.

Μια άλλη συνάδελφος δεν το έχει τόσο με το φαγητό, αλλά με το νοικοκυριό. Τακτοποιούσε όλα τα ποτήρια και τα πιάτα στα ντουλάπια. «Μη τα τακτοποιήσουμε όλα τώρα όμως!», της είπε ειρωνικά.

Οι συνάδελφοι έρχονταν στο κουζινάκι και ανά ομάδες. Κι εκείνη τη στιγμή, χωρίς πλέον να μπορεί να συγκεντρωθεί, έκλεισε τα αφτιά της επιδεικτικά, αλλά αυτοί δεν σταματούσαν… Και τότε σκέφτηκε πως έχει δύο εναλλακτικές: «Ή θ αγοράσω ωτοασπίδες – που δεν ξέρουμε αν είναι αποτελεσματικές όμως – ή θα τους κλειδώσω όλους εδώ και να τους κόψω τις γλώσσες – που επίσης δεν ξέρουμε αν θα είναι αποτελεσματικό, γιατί κάνουν θόρυβο και χωρίς να μιλάνε».

~ ~ ~

Μέσα σε όλο αυτό το χάος λοιπόν, η ηρωίδα βρίσκει ευκαιρία και ρίχνει λίγο καθαρτικό σε αυτή που μισούσε πιο πολύ. Η Προϊσταμένη παθαίνει διάρροια κι έχει κλειστεί στην τουαλέτα. Αρχίζει να γίνεται σεισμούλης, στην αρχή όλοι πιστεύουν ότι δεν είναι σεισμός, αλλά παραίσθηση από την έλλειψη αέρα, η γνωστή ζάλη των υπαλλήλων του μείων τρία. Μετά από κάθε σαββατοκύριακο η επιστροφή ήταν πιο δύσκολη, ο οργανισμός ξεσυνήθιζε, η ζάλη επανερχόταν. Εκείνη τη Δευτέρα η ζάλη συνοδευόταν από βουητό, δεν ήταν η γνωστή ασφυξία, ήταν πράγματι σεισμός! Το μπονσάι άρχισε να μαδάει, η κρυφή ντουλάπα της προϊσταμένης άνοιξε διάπλατα και όλα τα μυστικά αρχεία άρχισαν να αιωρούνται πάνω από τα γραφεία, οι υπάλληλοι να κοιτιούνται και να τσιρίζουν. Ο τοίχος άρχισε να ραγίζει και να μπάζει νερά….

Ξάφνου, κλείνουν και τα φώτα, πέφτει το ρεύμα. Η ηρωίδα με ψυχραιμία, έβαλε τα βατραχοπέδιλα που έχει πάντα μαζί της, τη μάσκα οξυγόνου που έτυχε να έχει μέσα στην τσάντα της, πήρε στα χέρια τη νέα τοστιέρα – ήταν πολύ νέα για να πεθάνει- και άρχισε να κολυμπάει προς το -2, κι όπου έβρισκε ανηφόρα, το έκοβε με γρήγορο κρόουλ μέχρι να βγει στην επιφάνεια.

Τελικά όλοι οι συνάδελφοι, ακόμη και οι φαγωμένοι, κατάφεραν να βγουν στην επιφάνεια. Εκτός από μία. Η προϊσταμένη είχε εγκλωβιστεί στις τουαλέτες. Είχε κλειδώσει από μέσα την πόρτα για να μπορέσει να κάνει την ανάγκη της, αλλά ένα  ορμητικό κύμα πήρε το κλειδί και το παρέσυρε μακριά της, κάτω από τη μικρή χαραμάδα της πόρτας. Εκείνη, παρότι διέθετε ιδιότητες κατσαρίδας, δεν μπορούσε να περάσει από τη χαραμάδα. Με όση δύναμη της είχε απομείνει προσπάθησε να βγει από το ταβάνι, μα φήμες λένε ότι δε τα κατάφερε ποτέ. Η Προϊσταμένη είχε θαφτεί για πάντα στο μείων τρία… 


No comments:

Post a Comment

Any comments?