24.9.12

ΚΕΝΥΑ 2002 (vol6) the end


Δεν έχω ξαναταλαιπωρηθεί έτσι ποτέ, όμως ήταν είναι και θα είναι από τα αγαπημένα μου ταξίδια… Η τελευταία στάση που κάναμε στη ζούγκλα , ήταν το χωριό των Μασάι. Μια μούφα και μισή! Καλοπληρωμένοι ηθοποιοί, ντυμένοι με ολοκαίνουργιες κόκκινες στολές, παρίσταναν τους άγριους. Πληρώσαμε 60 ευρώ έκαστος για να μπούμε μέσα στον πρωκτό της αγελάδας κυριολεκτικά, αφού τα σπίτια μέσα στα οποία αναγκαστήκαμε να μπούμε, ήταν φτιαγμένα από λάσπη και κακά αγελάδας – η μυρωδιά ήταν χειρότερη από αυτή που φαντάζεστε. Αφήσαμε το ΑUTAN και πιάσαμε το οινόπνευμα με το οποίο κάναμε μπάνιο και πάλι δεν μας έφτανε για να φύγει η μπόχα…

Φτάσαμε στη Μομπάσα για να ξεκουράσουμε τα ταλαιπωρημένα μας κορμιά. Τα νερά φανταστικά όπως στις φωτογραφίες, λευκή άμμος, τιρκουάζ νερά, πελώριοι φοίνικες… Ξεκουραστήκαμε πολύ καλά τις 2  πρώτες μέρες, αλλά όπως σας είπα, η ταλαιπωρία, η γκαντεμιά και η περιπέτεια, είναι στο αίμα μας, οπότε αποφασίσαμε να κάνουμε ακόμη μια εκδρομή. Θα πηγαίναμε σε ένα κοντινό νησάκι για ψάρεμα, για μπάνιο… με τη λεπτομέρεια ότι θα μας πήγαιναν με ένα παλιό ξύλινο ιστιοπλοϊκό του περασμένου αιώνα…

Η Σία ήταν εξαρχής αγριεμένη μαζί τους, το ένστικτό της της έλεγε ότι είναι απατεώνες. Η παραλία βέβαια ήταν πεντάμορφη, αλλά τι να το κάνεις, που μας είχε κόψει η λόρδα και φαγητό δεν είχε; Που ήταν τα ψάρια που θα ψαρεύαμε; Που ήταν οι μεζέδες; Που ήταν η ταβέρνα; Τίποτα από αυτά δε συνέβαινε! Ο τύπος μας είχε πάει στης θειάς του, όπου μας έδωσε από ένα γιογιό στον καθένα να ακαταέψουμε με τα χέρια ένα πράμα σαν λαπά και να φάμε σαν τα ζώα. Στο ίδιο γιογιό που τα εγγόνια της πιθανό να κάνανε κακάκια. 

Μείναμε νηστικοί και αν μπορούσαμε θα φεύγαμε κολυμπώντας, όμως δεν παίζει κάτι τέτοιο εκεί. Μπήκαμε πάλι στο σαπιοκάραβο και πήραμε το δρόμο της επιστροφής… Η Σία είχε πάθει μεγάλο εκνευρισμό γιατί χάρη στον έμφυτο αλάθητο προσανατολισμό της, καταλάβαινε ότι οι απατεώνες δεν πηγαίνουν προς τη στεριά αντιθέτως, πάνε προς τα βαθιά και σε λίγο περνάγαμε ξυστά από την κοραλιογεννή ζώνη που προστατεύει τις παραλίες από τους καρχαρίες. Κάτι είχε σπάσει και δεν μπορούσανε να το κουμαντάρουνε καλά; Πάντως άρχισε να μπάζει με νερά! Η Σία έγινε έξαλλη, είχε πάθει υστερία και τους έβριζε στα Αγγλικά με πάθος. «Σσσς! Μη μιλάς έτσι! Θα μας σκοτώσουν!», έλεγε ο πατέρας μου. Ο King έκανε τον καλό μπάτσο και η Σία τον κακό μπάτσο, ο πατέρας μου είχε λουφάξει κι έβγαζε τα νερά με ένα κεσεδάκι κι η μάμα-king, η κουμπάρα που δε μιλάει αγγλικά- δε μιλούσε καθόλου, μόνο προσευχόταν.  Δεν χρειαζόταν να μιλάς αγγλικά για να καταλάβεις ότι βουλιάζεις, ήταν προφανές…

Φυσικά φτάσαμε στη στεριά σώοι και αβλαβείς, οι ξεναγοί μας αντί να ζητήσουν συγνώμη έλεγαν «bad mama sia, good mama king», γιατί οι σιωπηροί μάρτυρες πάντοτε επιβραβεύονται… Και όλοι είχαμε κάνει μπράτσα στην προσπάθεια να βγάλουμε το νερό από τη βάρκα… και μάλιστα νηστικοί.

Αυτά κατέγραψα σε εκείνο το ημερολόγιο της Κένυας, μαζί με κάτι άλλες σημειώσεις, στιχάκια, τραγούδια, σκίτσα… Και τελικά, τη βιντεοκασέτα δεν την έκανα ποτέ dvd και δεν πειράζει καθόλου που η κάμερα χάλασε! Για ακόμη μια φορά στην ιστορία αποδεικνύεται…Scripta manent! (τα γραπτά μένουν)… 

No comments:

Post a Comment

Any comments?