24.9.12

ΚΕΝΥΑ 2002 (vol5)


Την ίδια στιγμή που η Σία πληροφορήθηκε ότι θα μείνουμε σε σκηνές (λουξ σκηνές, αλλά σκηνές), ο πατέρας μου ενημερώθηκε ότι δεν έχουμε ρεύμα αλλά θα προσπαθούσανε να βάλουνε μπροστά τις γεννήτριες (θα προσπαθούσαααααν;;) οπότε έτρεχε να το πει με πανικό στους άλλους που περίμεναν καρτερικά για το «κλειδί».

Γιατί τέτοιος πανικός; Μα γιατί φυσικά οι τέντες ήταν μέσα στο πάρκο με τα ζώα και μοναδική περίφραξη ήταν ένα ηλεκτροφόρο σύρμα. 

 Εγώ μόλις είχα αντικρύσει μια γιγαντιαία μαιμού, αυτές που έχουν μπλέ στη μούρη και κόκκινο στον κώλο κι ήταν στο ύψος μου, και πανικόβλητη έτρεχα να ειδοποιήσω ότι μπήκαν τα ζώα μέσα Η Μεγάλη έπεσε πάνω στους Ισραηλίτες κι έτρεχε κι εκείνη στη ρεσεψιόν να μου το πει… Κι έτσι όλοι μαζί συναντηθήκαμε στην υπαίθρια ρεσεψιόν και φωνάζαμε και μιλούσαμε όλοι μαζί παράλληλα, σαν κλασικοί Ελληνάρες, έχοντας σπείρει εντελώς τερματικά τον πανικό. 

Οι γεννήτριες λειτούργησαν αλλά δεν έκλεισα μάτι όλο το βράδυ… Σκεφτόμουν τρόπους με τους οποίους μπορείς να γλιτώσεις από επίθεση λιονταριού, δεν θυμάμαι να βρήκα ούτε έναν! Η Μεγάλη είχε μεγάλα σχέδια, είχε κανονίσει να πάει στη σκηνή των Ισραηλιτών, που είχαν και μια κοπέλα μαζί την οποία θα κάναμε φίλη μας υποτίθεται.

Αυτή ήταν η αδερφή του ενός κι είχε λυσσάξει να μας κάνει το κονέ, από το προηγούμενο ξενοδοχείο που τους είχαμε συναντήσει. Πράγματι αποδράσαμε από την τέντα μας και τώρα, ήμασταν στη σκηνή τους. Μας υποδέχτηκαν με χαρά και κρατούσανε κάτι περίεργα ξύλινα κουκλάκια σαν αυτά του βουντού. Μιλούσαν συνέχεια μεταξύ τους αυτήν την περίεργη γλώσσα και γελάγανε με τα  παγωμένα ψυχρά γαλανά μάτια τους καρφωμένα επάνω μας κι εμείς από ευγένεια και για να μη τους προκαλέσουμε άλλο, δεν τολμούσαμε να μιλήσουμε ελληνικά. Η Μεγάλη είχε καψουρευτεί τον έναν και δεν ξεκόλλαγε, ενώ η Μικρή είχε μπει από πίσω μου και έλεγε μέσα από τα δόντια «πάμε να φύγουμε, πάμε να φύγουμε». 

Από διαίσθηση και μόνο, όταν έβγαλαν ένα ξύλινο κουτί κάτω από το κρεβάτι τους και θέλανε να το ανοίξουνε μπροστά μας, ούρλιαξα στα ελληνικά, σαν παιδί του μπαμπά μου «τρέχτεεεεεε», πετάχτηκα από τη σκηνή κι άρχισα να τρέχω αλαφιασμένη, χωρίς καν να βλέπω που πατάω… Με το φόβο μη μας ακολουθήσουν είχα διαλέξει τον ανώμαλο δρόμο και όχι αυτόν που είναι σχεδιασμένος για πόδια ανθρώπου…(τους κανόνες της ζούγκλας τους έχουμε ξεφτιλίσει εντελώς σε αυτό το σημείο). Η Μικρή έτρεχε μαζί μου κι η Μεγάλη, που είχε τρομάξει από τις αγριοφωνάρες μου και χωρίς να έχει καταλάβει γιατί τρέχουμε, είχε γίνει Τσίτα και μας είχε προσπεράσει στο τρεχαλητό… 

Τότε δεν το ξέραμε, αλλά την άλλη μέρα καταλάβαμε ότι περάσαμε τρέχοντας από το πιο επικίνδυνο σημείο, όπου κάθε είδους φίδι είχε τη φωλιά του, με καλύτερο από όλα το «λαχανί», το δηλητήριο του οποίου σε σκοτώνει πολύ γρήγορα και το αντίδοτο δεν ξέρω καν αν υπάρχει! Έτσι, το φλερτ μας βγήκε από τη μύτη… Για να μην αναρωτιέστε, τώρα που ξαναδιάβασα τις σημειώσεις μου από τότε, κατέληξα ότι τα κουκλάκια «βουντού» δεν ήταν παρά ξύλινα handmade αφρικάνικα σουβενίρ.

Παρότι οι Zed δεν μοιάζουμε και τόσο τολμηροί, η περιπέτεια μας τραβάει πάντα. Έτσι, την τελευταία μέρα του Σαφάρι μας, ο μπαμπάς ζήτησε από το Λώρεν να βγει από τη διαδρομή και να ακολουθήσουμε ένα δρόμο όχι και τόσο…τουριστικό. Δεν λέω ότι κανένας ποτέ δεν είχε ξαναπάει, αλλά σίγουρα δεν ήταν και πολλοί... 

Για την ακρίβεια, ήταν περιοχή με πολλά φίδια και λιμνάζοντα νερά, όπου ένα βαν σαν και το δικό μας, με δύο υπέρβαρους μπαμπάδες, διέτρεχε τον κίνδυνο να κολλήσει.

Και πάνω που καμαρώναμε για την τόλμη μας και ο Λώρεν εξηγούσε πως και γιατί αυτή είναι η περιοχή με τις περισσότερες κόμπρες, το τζιπ πέφτει σε λάσπη και κολλάει για τα καλά. 

Με κοντά παντελονάκια τύπου σόρτς και αφράτες γαμπούλες, ούτε ο ένας, ούτε ο άλλος ήθελε να βγει από το βαν για να σπρώξει με το Λώρεν που ήταν πετσί και κόκαλο. «Μα εγώ είμαι ο γιατρός! Αν εγώ πάθω κάτι ποιος θα σας σώσει μετά;», έλεγε ο κύριος Zed. «Ναι αλλά εσύ έχεις πιο κλειστό παπούτσι από εμένα!», να λέει ο King. "Εεε, να ανταλλάξουμε παπούτσια τότε!". 

Ο Λώρεν τους κοιτούσε με δυσπιστία, άλλωστε έπρεπε να κατέβουν και οι δύο για να ξεκολλήσει το τζιπ από τις λάσπες. Κατέβηκαν, μόνο που δεν αγκαλιάστηκαν, και πατώντας πολύ προσεκτικά  στο έδαφος έφτασαν μια ανάσα πριν το σπρώξιμο του οχήματος. Αυτό δεν έπαιρνε μπρος με τίποτα, θα έπρεπε να κατέβουμε όλοι. «Δεν υπάρχει περίπτωση!», είπε ο κύριος Zed. Μέσα στις όλες γκαντεμιές βέβαια, υπάρχει πάντα κάτι που με κάνει να πιστεύω ότι έχω το κοκαλάκι της νυχτερίδας.

Κάποιοι τρελοαμερικανοί είχαν την ίδια ιδέα με εμάς, να κάνουν «ελεύθερο σαφάρι σε ανεξερεύνητες περιοχές», οπότε βρέθηκαν στο δρόμο μας κι ήρθαν και μας τράβηξαν και τότε κόλλησαν αυτοί… Τράβαγε ο ένας τον άλλον, αλλά πάντα ο ένας από τους δύο κόλλαγε…

No comments:

Post a Comment

Any comments?