24.9.12

ΚΕΝΥΑ 2002 (vol4)


Είχε τρυπήσει το ψυγείο του τζίπ κι είχαμε ακόμα άλλες 2 ώρες δρόμο μέχρι το επόμενο ξενοδοχείο. Στο ενδιάμεσο δεν υπήρχε τίποτα απολύτως, αλλά όταν λέμε τίποτα, εννοούμε τίποτα. 

Ούτε καντίνα, ούτε πόσιμο νερό, ή βενζινάδικο, ούτε πόλη, ούτε χωριό. Το όχημα είχε χάσει σχεδόν όλο το νερό του… Ο Λώρεν παρέμεινε ψύχραιμος, είχε προβλέψει να έχει ένα μεγάλο μπιτόνι με νερό, στο πορτ μπαγκάζ. Γέμισε και συνεχίσαμε για λίγα χιλιόμετρα, μέχρι που μωβ καπνοί άρχισαν να βγαίνουν από παντού, ο κύριος Zed άρχισε να ουρλιάζει «φωτιάαααααααααααααααα τρέεεεεεχτεεεεεεεεεε», άνοιξε τη συρόμενη πόρτα, πετάχτηκε έξω κι άρχισε να τρέχει αλαφιασμένος μέσα στη ζούγκλα, αφήνοντας πίσω του χωρίς δεύτερη σκέψη, γυναίκα και παιδί, όπου όπως σας είπα, ήμασταν στην 3η σειρά καθισμάτων του βαν κι επομένως εγκλωβισμένες από τη δεύτερη σειρά!

Η Σία κούνησε το κεφάλι της απαξιωτικά, οι υπόλοιποι ούτε που κουνήθηκαν από τις θέσεις τους, κοιτούσαν το μπαμπά  να τρέχει και να φωνάζει, με απόλυτη ψυχραιμία. Γύρισε πίσω να κοιτάξει, είδε ότι δεν έχουμε ανατιναχτεί και ξαναγύρισε. «Α, νόμιζα ότι βγήκατε κι εσείς…», είπε.

Ο Λώρεν πήρε το μπιτόνι κι αποφάσισε να πάει μόνος να βρει νερό σε κάποια λίμνη εκεί κοντά. Η λίμνη δεν ήταν παρά λασπόνερο και γεμάτη βδέλες, αλλά δεν υπήρχε άλλη λύση ούτως ή άλλως, εκτός κι αν καθόμασταν να φτύνουμε ένας ένας μέσα σε ένα κουβά για ώρες μέχρι να γεμίσει! Όση ώρα έλειπε ο Λώρεν εμφανίστηκαν κάτι παιδάκια με μακριά κοντάρια και ρόπαλα, δόντια λιονταριού κρεμασμένα στο λαιμό, βλογιοκομμένο δέρμα, κουρέλια για ρούχα, αυτοσχέδια πέδιλα που δεν προστάτευαν από τα αγκάθια, αλλά ευτυχώς οι πατούσες τους ήταν σαν σόλες παπουτσιών. 

Επρόκειτο για αυθεντικά παιδiά Μασάι Μάρα...Προσπάθησαν να μας πουλήσουν τα δόντια λιονταριού στη νοηματική βεβαίως, γιατί δεν μιλούσαν Αγγλικά, θυμάμαι όμως ότι το ένα, τον αρχηγό τους, τον έλεγαν «Σίμπα», που σήμαινε αρχηγός! Ήταν ταλαιπωρημένα, κακόμοιρα, αλλά στη φάτσα ήταν άγρια κι αποφασισμένα να βγάλουν κάτι από την τυχαία μας συνάντηση. Η μάμα-king παρασύρθηκε και νόμιζε ότι είναι τουριστική ατραξιόν. Έβγαλε τη φωτογραφική μηχανή και παραβλέποντας για ακόμη μια φορά τους Κανόνες της Ζούγκλας...τσάκ! Τι το ήθελε το φλας; Την πήρανε χαμπάρι κι έγιναν έξαλλα!

Που ήταν επιτέλους κι αυτός ο Λώρεν; Είχε εξαφανιστεί, τα μικρά μάο-μάο είχαν αγριέψει, είχαν αφηνιάσει, έδειχναν τη μάμα-king με το δάχτυλο και σηκώνανε τα ρόπαλα ψηλά… Έριξαν και δύο-τρεις στο βαν…Σήκωσαν πέτρες από κάτω για να μας λιθοβολήσουν! Ο πατέρας μου αυτή τη φορά μπήκε μπροστά και μας διέταξε να κλειδωθούμε μέσα στο βαν, προσπαθούσε να τα ηρεμήσει…

Έβγαλε με γενναιοδωρία δύο μπαλάκια του τένις που είχε μαζί και χωρίς να καταλάβω πως, άρχισε να παίζει μαζί τους κάτι σαν «μήλα»… Στο μεταξύ ο Λώρεν έφερε τα λασπόνερα και συνεχίσαμε ακόμη μερικά χιλιόμετρα…μέχρι που το βαν τα έφτυσε και πάλι, κι αναγκάστηκε ο ταλαίπωρος να πάει με τα πόδια να φέρει βοήθεια. Μέχρι να ξαναέρθει είχαμε λουφάξει μέσα στο βαν και οι φίλοι μας, με αρχηγό τον Σίμπα, μας είχαν κιόλας προσπεράσει με τα πόδια. 

Πέντε ώρες αργότερα, ήρθαν και μας μάζεψαν με άλλο φορτηγάκι και φτάσαμε επιτέλους στο Ξενοδοχείο – ο θεός να το κάνει…

Η Σία πήγε στη ρεσεψιόν να ζητήσει τα κλειδιά, την ίδια στιγμή που εγώ εξερευνούσα το χώρο από τη Δυτική πλευρά και η Μεγάλη την Ανατολική πλευρά.

«Where is the key?», είπε με απορία η Σία, που είχε παραλάβει απλά ένα ταμπελάκι με έναν αριθμό. «Oh! There is no key!», της λέει η ρεσεψιονίστ. Η Σία ένιωσε για λίγο βλάκας, μετά κατάλαβε ότι το κλειδί είναι ξεπερασμένο, εδώ στη ζούγκλα μόνο με «κάρτα» ανοίγουν τα δωμάτια… 

Όμως η αμήχανη στιγμή δεν είχε τέλος. «There is no card!» τη διαψεύδει και πάλι η ρεσεψιονίστ και την ενημερώνει τελικά ότι το ξενοδοχείο διαθέτει μόνο… Τέντες! Μεγάλες, άνετες τέντες που κλειδώνουν με απλό φερμουάρ. Δωμάτια γιόκ! 

Εκείνο το απόγευμα έγινε μπλακ άουτ και το ξενοδοχείο δεν είχε ρεύμα… 

No comments:

Post a Comment

Any comments?