24.9.12

ΚΕΝΥΑ 2002 (vol3)


«Τι έχουμε να χάσουμε; Σάμπως θα τους ξαναδούμε ποτέ;», είπε η Μεγάλη που βρισκόταν στο άνθος της εφηβείας της κι άρχισε να αρωματίζεται προσπαθώντας να καλύψει την autanϊλα.

Για να δώσω ένα τόνο ακόμα πιο προσωπικό και παρότι στα ημερολόγια της εποχής εκείνης δε το αναφέρω, εκείνη την εποχή δεν είχα καθόλου συναίσθηση του πως είμαι. Σαn να μη μου περνούσε καθόλου από το μυαλό να κοιταχτώ στον καθρέπτη! 

Τέλος πάντων, στα κακά μας χάλια λοιπόν, θέλαμε και γκόμενο, βουτήξαμε τη Μικρή και πήγαμε στο μπαρ του ξενοδοχείου, ενόσω οι γονείς μας κοιμόντουσαν τυλιγμένοι με την κουνουπιέρα. Γνωριστήκαμε με τους Ισραηλίτες, μιας που τους γίναμε μπάστακες, με τα κουτσά μας αγγλικά τα ψιλοκαταφέρναμε, παίξαμε και μπιλιάρδο μαζί τους και η Μεγάλη, που ήταν πιο τσαούσα, κεράστηκε και έναν χυμό. Γενικά, η Μεγάλη ήταν κοκέτα,με ιδιαίτερη αγάπη στα αρώματα και τα αρωματικά κεριά. Από τους άλλους, δεν θυμάμαι ούτε ονόματα ούτε φάτσες, θυμάμαι ότι ήταν καλοβαλμένα παιδιά, πιο μεγάλοι λίγο, κάπως σνομπ μαζί μας, αλλά περισσότερο λόγω ηλικίας κι όχι φυλής.

Την επόμενη ημέρα η Σία με τροφοδότησε με δέκα κιλά μπανάνες μη και πεινάσω (πραγματικά, δεν έδινα ποτέ την εικόνα πεινασμένου παιδιού) και ξεκινήσαμε με το βαν, να πάμε παρακάτω… Είχαμε εκνευριστεί λίγο, γιατί από τα πολύ άγρια ζώα που περιμέναμε να δούμε, δεν είχαμε δει τίποτα. Όλο ζέβρες, χιμπατζήδες, γιγαντιαίες χελώνες και κάτι σαν ελάφια, περίεργα πτηνά και ως εκεί. Που ήταν ο lion king? Που ήταν ο pumba?

Πως το λέγανε να δεις, φτάσαμε σε μια τεράστια λίμνη, η φύση γύρω υπέροχη, η λίμνη από μακριά έμοιαζε ροζ. Καθώς πλησιάζαμε, άρχιζες να ξεχωρίζεις τα αμέτρητα, αμέτρητα φλαμίνγκο… Ο κύριος Zed ήταν πιο ανυπόμονος από εμένα να συναντήσει κάποιο άγριο θηρίο, είχε ξενερώσει με τα φλαμίνγκο, δεν τον συγκίνησε καθόλου η λίμνη. Απομακρυνόταν από το μικρό μας γκρουπ και πήγαινε πέρα δώθε. Ο Λώρεν του έκανε παρατήρηση να μην απομακρύνεται πολύ γιατί δεν ξέρεις ποτέ τι μπορεί να πεταχτεί από τη ζούγκλα. Κι εγώ βερεσέ τα άκουγα… Σιγά μη μας άφηνε να περπατάμε μακριά από το τζιπάκι αν υπήρχε τέτοιος κίνδυνος, σκέφτηκα…Απλώς προσπαθούσε να κάνει τη μούφα πιο συναρπαστική. 

Διανυκτερεύσαμε σε ένα λουξ ξενοδοχείο πάλι, εκείνη την ημέρα ήρθε το πρώτο χτύπημα της μοίρας. Για ανεξήγητο λόγο, καταστράφηκε η κάμερά μου κι έτσι, τα καλύτερα σκηνικά δεν τα έχω καταγεγραμμένα παρά μόνο στο παιδικό μυαλό μου …

Επιτέλους είδαμε λιοντάρια κι έναν μαύρο πάνθηρα… Και το βράδυ, ως ατραξιόν του ξενοδοχείου ταΐσαμε άγριες ύαινες! Εκεί είδαμε και τους υπερογκώδεις ρινόκερους, τους οποίους ο πατέρας μου λάτρεψε! Μέσα από το τζιπάκι φυσικά και παραβλέποντας τους Κανόνες της Ζούγκλας, άρχισε να φωνάζει και να χτυπιέται «εεε χοντρέεεε! Εεεε χοντρέεεε!». Ο ρινόκερος δεν έδινε καμία σημασία αρχικά, μέχρι που κάποια στιγμή το ζώο, γύρισε και μας κοίταξε με βλέμμα δολοφονικό, σαν να λέει, παίρνω φόρα κι έρχομαι «χοντρέ». 

Ο Λώρεν από μαύρος έγινε άσπρος, ο ρινόκερος τα είχε πάρει στο κρανίο κι έσκαβε με το πόδι του στο χώμα κοιτώντας μας απειλητικά… Φύγαμε άρον άρον… Και κάπως έτσι, έφτασε η μέρα για το πιο απομακρυσμένο πάρκο για σαφάρι, λίγο πιο έξω από τα σύνορα με Τανζανία. 

Ήμουν μέσα στην κατάθλιψη, είχα βιντεοσκοπήσει τα χαζά φλαμίνγκο να πετούν και είχα χάσει το πλάνο με το λιοντάρι που τάιζε τα μικρά του. Βυθισμένη στις μακάβριες σκέψεις μου (του τύπου δε θα κάνω ποτέ ντοκυμαντέρ στο bbc και θα καταλήξω να φτιάχνω σατυρικά βιντεάκια για την εκπομπή στης Στεφανίδου) πετάγομαι, όταν κατάλαβα ότι το τζιπάκι έχει αρχίσει να αγκομαχάει. 

No comments:

Post a Comment

Any comments?