16.7.12

Ένας ξένος στη βεράντα vol1


Όταν δεν πάει ο Μωάμεθ στο βουνό, πάει το Βουνό στον Μωάμεθ. Στην δική μου περίπτωση, ήρθε ο Μωάμεθ στην Ελλάδα, για μια σύντομη βίζιτα, σε ένα ταξίδι αστραπή πριν την αποστολή στα μαγικά Χανιά. Αν ήταν κινηματογραφικό μοντάζ, θα σας μιλούσα για διπλοτυπία: Έχουμε την εικόνα της Ελλάδας (καύσωνας, μούρλα, καθημερινότητα) και από πάνω παρεμβαίνει μια ανάμνηση της Τουλούζης (γαλλικά, ανεμελιά, μούλτικούλτι καταστασιόν). Ο γαλλόφωνος Άραβας φίλος μου έφτασε με ένα χαμόγελο ως τα αφτιά. Είχα προφτάσει στο αεροδρόμιο με το τζιπ να τον παραλάβω. Με το που βγήκαμε από το ερ κοντίσιον του Ελ. Βενιζέλος του κόπηκε η μιλιά. Ένα καυτό κύμα αέρα στέγνωσε το στόμα του και μέχρι να φτάσουμε στο αυτοκίνητο είχε αρχίσει ήδη να σουρώνει. Ναι, κυρίες και κύριοι, ο Μωάμεθ είχε έρθει την ημέρα του καύσωνα, όπως διατυμπάνιζαν στις τηλεοράσεις οι δημοσιογραφίσκοι. 43 βαθμούς σου λέει…

Η Φού, ή αλλιώς πράκτορας Τσίχλα, είχε ξυπνήσει και περίμενε σινιάλο μου από το σπίτι της, υπνωτισμένη από τη ζέστη κι αυτή. Πράγματι, σε λίγο ήμασταν κι οι 3 στο σπίτι, για το φανταστικό μας ριγιούνιον, είχα ήδη προσφέρει καφέ φραπέ στον Μωάμεθ και φυσικά καρπούζι. Το πνεύμα της φιλοξενίας με είχε συνεπάρει. Έψαχνα μετά μανίας την ωραιότερη πλαζ της Αθήνας. Έπρεπε να είναι μπλέ, να έχει μπαράκι, τουαλέτα, άμμο κατά προτίμηση. Μπήκαμε ξανά στο τζιπ και πιάσαμε όλη την παραθαλάσσια διαδρομή, περνώντας από Βούλα, Καβούρι, Βουλιαγμένη, Βάρκιζα… Τίποτα δεν ήταν αρκετά καλό για πρώτη γνωριμία με την ελληνική ομορφιά. Περάσαμε την τρύπα του Καραμανλή, και λίγο πριν δούμε τη τρύπα τουκώλου μας, νομίζω ο Μωάμεθ άρχισε να ανησυχεί ότι δε θα σταματήσω μέχρι να φτάσω στο Σούνιο. Είχα βάλει πλώρη για Παλαιά Φώκαια, έστω Ανάβυσσο… Αλλά είδα τη βενζίνη να κατεβαίνει αστραπιαία και σκέφτηκα να σταματήσω στη Σαρωνίδα. Ύστερα το Λαγονήσι δεν θα ήταν κακή ιδέα… Αλλά τελικά σταμάτησα γιατί κοντεύαμε να γίνουμε αβγά τηγανητά μέσα στο αυτοκίνητο. Έτσι, σχεδόν κατουρημένοι φτάσαμε κάπου στην Αγ. Μαρίνα για μπάνιο.

Με την πρώτη βουτιά συνειδητοποίησα ότι είναι χάλια εδώ που είμαστε. Είχα βέβαια την εικόνα της Σάντα Μαρία και της Χρυσής Ακτής στο μυαλό μου, αλλά ποιος τρελός θα συνέκρινε τις παραλίες της Πάρου με αυτές της Αθήνας; «Δεν είναι καθαρά… Δεν είναι μπλέ! Πάμε αλλού!», ανακοίνωσα και πριν προλάβουμε να στεγνώσουμε είχα σηκωθεί όρθια και τους κοιτούσα με επιτακτική ανάγκη να με ακολουθήσουν στην τρέλα. Καταλήξαμε σε ένα από τα λιμανάκια της Βουλιαγμένης. Έκανα έκπτωση στην άμμο, αλλά ο αέρας έκοβε και τα νερά ήταν μπλέ. «Είναι αρκετά μπλέ Αλεξία ή να φύγουμε κι από εδώ;», είπε ο Μωάμεθ κατατρομαγμένος.

Τον υποχρέωσα να φάει τυρόπιτα για να μη λέει ότι τον άφησα νηστικό. Αν ήταν στο χέρι μου, θα έριχνα και δυο σταγόνες ούζο στο νερό του να αποκάμει, διότι μέχρι να πέσει ο ήλιος και να τον βγάλω by night δεν είχα τι να τον κάνω. Τελικά αποκοιμήθηκα εγώ κι όταν ξύπνησα, άγαρμπα και με κακή διάθεση, τον βρήκα να περιμένει ξύπνιος καθισμένος στη βεράντα κοιτάζοντας τη θάλασσα. Περίμενε υπομονετικά δίχως να παραπονιέται. Με το που με είδε άστραψε το μάτι του «τι θα κάνουμε τώρα;».

Κατεβήκαμε στη Γλυφάδα για να τον ταίσω σουβλάκι. Το σουβλατζίδικο που ήξερα είχε κλείσει λόγω κρίσης, πήγαμε στο καινούργιο, φαινόταν πολύ καλοφτιαγμένο. Καλοφτιαγμένο όπως όλα τα νέα σουβλατζίδικα της Γλυφάδας… Το παλιό καλό σουβλάκι είναι είδος υπο εξαφάνιση, η «πίτα από όλα» δεν υπάρχει πιά. Μόνο καλαμάκι. Γιατί οι Γλυφαδιώτες δεν μπορούν να ανοίξουν τόσο πολύ το στόμα για να χωρέσει το σουβλάκι μέσα. Του είχα τάξει τζατζίκι. «Ε… χωρίς σκόρδο όμως», μου λέει ο ταμείας. Βρε άντε να μου χαθείς ηλίθιε! Τι σουβλακερί είναι αυτή δε μπορώ να καταλάβω! Και μετά, όταν λέω στους φίλους μου ότι το Κεμπάπ της Τουλούζης είναι καλύτερο, μου λένε ότι υπερβάλλω και δε βλέπω καθαρά και είμαι αρνητικά προκατειλημμένη. Σε λίγο θα παρασκευάζουμε και σουβλάκι-Light. Μπάζα!

Τον πήγα σε μπαρ πάνω στην παραλία… Είχε αρκετό κόσμο. Αναρωτήθηκε αν αυτός ο κόσμος δεν δουλεύει τη Δευτέρα το πρωί και πως γίνεται να είναι όλοι έξω. Αλλά αυτό που του έκανε περισσότερο εντύπωση είναι που κανείς δεν χόρευε. Τρελό κέφι! (πόσο δίκιο είχε, ήταν τόσο μα τόσο βαρετός ο κόσμος εκεί μέσα, όλοι οι δηθενιτζήδες, με τα μάξι φορέματα και τον ουρανοξύστη-πλατφόρμα, που να χορέψεις κοπελιά; Αν γκρεμιστείς από εκεί πάνω θα σπάσεις τα κανιά σου).

Παρά τις ατυχίες, την απουσία σκόρδου και το μπασταρδεμένο σουβλάκι, το αχόρευτο κλαμπατσίμπανο και τη ληστεία στις τιμές, η Ελλάδα «μας» του έκανε καλή εντύπωση…Μέχρι που ξημέρωσε η δεύτερη μέρα! 

No comments:

Post a Comment

Any comments?