3.1.12

Το μεγαλείο της γκαντεμιάς vol2


Για καλή μου τύχη η ρακή ήταν σώα κι αβλαβής! Τα νερά στη βαλίτσα ήταν εξωτερικά, προφανώς από τον αδέξιο εργάτη που την πέταγε χωρίς να μου την προσέχει. Ζώα! Όταν όμως έφτασε η βαλίτσα της Φού, σα κάτι να έλειπε… Από τα τέσσερα ροδάκια είχαν μείνει μόνο τα τρία κι η βαλιτσάρα (αξιοπρόσεχτου μεγέθους) μπάταρε από τη μία, σα να ήθελε να καταπλακώσει την ταλαίπωρη Φού. «Έλα μωρέ, συμβαίνουν αυτά! Θα κάνουμε δήλωση ότι στην έσπασαν και θα στη φτιάξουν!», την παρηγόρησα και με ένα χαμόγελο μέχρι τα αφτιά (για τη ρακή μου) μπήκα πρώτη στο ταξί. Μου είχε λείψει λίγο το σπιτάκι μου…

Φτάσαμε έξω από το σπίτι ψιθυρίζοντας, για να μη μας ακούσει η άγρυπνη Sindy από το παράθυρο, που θέλαμε να της κάνουμε έκπληξη. «Αφήνω τη βαλίτσα μου κι έρχομαι να σε πάρω να πάμε πάνω!», της λέω. Όταν μπήκα στο σπίτι μου εντυπωσιάστηκα από το πόσο καθαρό και τακτοποιημένο το είχα αφήσει (για να μπει καλά ο χρόνος). Έκλεισα το θερμοσίφωνο που είχα ξεχάσει ανοιχτό (καλή είμαι κι εγώ) και άνοιξα τη θέρμανση να το ζεστάνω για να χουχουλιάσω αργότερα. Είχαμε και δύσκολη ημέρα την επομένη, με μάθημα από τις 8 το πρωί. Έτρεξα στο διαμέρισμα της Φού να την πάρω. Πρώτη φορά ήταν έτοιμη στην πόρτα και φορούσε ακόμα το λεοπάρ σκουφί. «Σε περίμενα…» είπε τρομοκρατημένη στο κατώφλι της πόρτας. «Καλέ γιατί κάθεσαι στο σκοτάδι; Τι κάνεις εκεί;;;», απόρησα. Λες να της διέρρηξαν στο σπίτι;;; «Δεν έχω ρεύμα», είπε δυσαρεστημένη και κουρασμένη από τη γκαντεμιά.

Ψύχραιμη όπως πάντα, όταν αυτά συμβαίνουν σε άλλους και όχι σε εμένα, έριξα μια ματιά τους διακόπτες, εντόπισα το πρόβλημα και το έλυσα αμέσως. «Ορίστε!», της είπα και το σπίτι φωταγωγήθηκε σα να κάναμε πάρτι. Τότε είδαμε οτι έχει σχηματιστεί μια τεράστια καφέ κοιλίδα στο πάτωμα, μπροστά από το ψυγείο. Ανοίξαμε και την πόρτα του ψυγείου, που για καλή της τύχη δεν είχε τρόφιμα. Όπου όμως είχε ακουμπήσει τρόφιμο εις το παρελθόν, είχαν σχηματιστεί μικρές χοντρές πράσινες βουλίτσες μούχλας. Η Φού είχε φτάσει στα όριά της… Είχε αφηνιάσει.

«Πάμε!», της είπα αποφαιστικά γιατί όσο καθόμασταν τόσα βρίσκαμε. Ανεβήκαμε στη Sindy, η οποία από το διάδρομο κιόλας ακουγόταν να μιλάει μόνη της στα γαλλικά. «Πάει, τρελάθηκε», σκέφτηκα. Εκείνη βέβαια δεν τα είχε χάσει, απλά διάβαζε φωναχτά για να μη ξεχάσει πως είναι η φωνή ανθρώπου. Εκμεταλλευτήκαμε τη μοναξιά της, μπαστακωθήκαμε, της είπαμε όλες τις γκαντεμιάς που είχαν κυνηγήσει τη Φού ενώ εγώ καταβρόχθιζα ό,τι υπήρχε στο ψυγείο της. Και ξαφνικά, αρχίζει να τρέχει αίμα από το δάχτυλο της Φού στα καλά καθούμενα, χωρίς να αγγίξει μαχαίρι, πιρούνι ή οτιδήποτε αιχμηρό κι επικίνδυνο. Ήταν πλέον επίσημο…Κάποιος την γλωσσότρωγε και το 2012 δεν της είχε μπει καθόλου καλά…

Χωρίς καλώδιο υπολογιστή, με τον κίνδυνο να ανατιναχτεί από κάποιο βραχυκύκλωμα, με λεκκιασμένο πάτωμα, μουχλιασμένο ψυγείο και ματωμένο δάχτυλο, την άφησα στην είσοδο της πολυκατοικίας της και επέστρεψα στο ζεστό μου σπιτάκι. Τι ωραία ζεστούλα!!! Βέβαια η Φού, που είχε ανάψει θέρμανση πολύ πριν την επίσκεψή μας στην Sindy, βρέθηκε ακόμα μια φορά έκπληκτη και μάλλον… παγωμένη… διότι η δική της θέρμανση είχε κλατάρει και το καλοριφέρ, δεν άναβε ούτε στο τέρμα του…

Αποφάσισε να ανοίξει τη βαλίτσα της για να βάλει κάτι πιο ζεστό… Και τότε, το φερμουάρ άνοιξε κι Η Φού κόντεψε να χάσει το μυαλό της από το θέαμα… 

No comments:

Post a Comment

Any comments?