3.1.12

Το μεγαλείο της γκαντεμιάς vol1


Συνάντησα τη Φού στο αεροδρόμιο της Αθήνας. Είχαν περάσει κιόλας 15 ημέρες στην Ελλάδα και τώρα έπρεπε να πάμε πίσω στην Τουλούζη, να συνεχίσουμε από εκεί που τα αφήσαμε όλα… Ποια όλα δηλαδή; Κάτι εργασίες, κάτι διαβάσματα…και φυσικά τη Sindy, που όπως θα έχετε διαβάσει σε προηγούμενο κείμενο, πέρασε τις γιορτές με τους τέσσερις τοίχους. Τέλος πάντων, η Φού κι εγώ ήμασταν περίεργα, δεν ξέραμε πως πρέπει να νιώσουμε. Με το που μπήκαμε στο αεροπλάνο, το μυαλό μας είχε φτάσει ήδη Γαλλία, αλλά η καρδιά μας ήταν μοιρασμένη στα δύο… Εγώ είχα κι ένα επιπλέον άγχος… Τη βαλίτσα μου.

Η βαλίτσα μου ήταν καινούργια, χριστουγενιάτικο δώρο της μαμάς. Ήμουν τόσο χαρούμενη για το νέο μου απόκτημα που δεν δίστασα να του δέσω κι ένα χρωματιστό μαντήλι, για να αναγνωρίσω από μακριά ότι είναι δικό μου. Στο αεροδρόμιο των Βρυξελλών περιμέναμε τέσσερις ώρες, μας είχε πιάσει ζαλάδα εκεί μέσα και τρώγαμε όλη την ώρα για να κάνουμε την αναμονή πιο ευχάριστη. Όλα κυλούσαν ήρεμα έως και βαρετά μέχρι που πατήσαμε το πόδι μας στην Τουλούζη. Τουλάχιστον δεν βαριόμαστε λέω!

Οι βαλίτσες έκαναν πολλή ώρα να βγουν στο χαλί και με είχαν ζώσει μαύρα φίδια. Κουβαλούσα μέσα της μια ρακή (δική μας από τα Χανιά και άρα όχι εμφιαλωμένη…). Ένα ταχίνι… και μια σακούλα γεμάτη γαρυφαλλάκια (με σκοπό, εάν επιβιώσει η ρακή να φτιάξουμε ρακόμελο). «Να δεις που τους φάνηκε ύποπτο το γαρυφαλλάκι, το πέρασαν για χασίσι, μου έσπασαν τη βαλίτσα…». Φανταζόμουν χοντρούς ένστολους Βέλγους να έχουν αραδιάσει στο τραπέζι του λευκού δωματίου ανάκρισης, τη ρακή, το ταχίνι και τα γαρυφαλλάκια και να σπάνε το κεφάλι τους να καταλάβουν πως μπορεί κανείς με αυτά τα τρία ύποπτα υλικά να φτιάξει βόμβα. Αυτός ήταν ο φόβος-χιούμορ μου (δεν ξέρω αν σας φάνηκε αστείο αλλά εγώ  γέλαγα όταν το σκεφτόμουν). Ο πραγματικός φόβος μου ήταν μη τυχόν έχει ανοίξει η ρακή και πρέπει να στύψω τα ρούχα μου για να την ξαναβρώ.  

Πάνω στην ώρα (φρικτή αναμονή αυτή της βαλίτσας, χειρότερη από το τετράωρο των Βρυξελλών), η μητέρα της Φού τηλεφωνεί στην κόρη της για να δει αν φτάσαμε καλά. Η δική μου η μαμά ροχάλιζε και με είχε γράψει κανονικά! Η Φού ήταν σίγουρη δηλαδή, ότι η μητέρα της τηλεφωνεί για αυτό το λόγο κι οπότε με αέρα Ευρωπαίας φοιτήτριας σήκωσε βαριεστημένα «ναιαιαιιιι». Την κοίταζα. Άρχισε να ασπρίζει, τα μάτια της γούρλωσαν, τα χείλη της ξεράθηκαν και άρχισε να λέει ξεψυχισμένα «αποκλείεται εγώ να έκανα αυτό το λάθος!». Το επαναλάμβανε ασταμάτητα για δέκα λεπτά. Κόντευα να σκάσω από αγωνία και για τη βαλίτσα μου και για το τρομερό λάθος που δεν ήξερα ποιο είναι. Τι είχε κάνει η Φού; Γιατί το αρνιόταν με πόνο ψυχής. Της πέφτει το κινητό από τα χέρια και έτσι με το λεοπάρ σκουφί όπως ήταν, ανοίγει την τσάντα του λάπτοπ, μπαίνει με τα μούτρα μέσα κι αρχίζει να ψάχνει σα να κρέμεται η ζωή μας από αυτό. Βγάζει έξω κάτι καλώδια (τυλιγμένα πολύυυυ προσεκτικά!) και μου λέει «Δεν το πιστεύω ότι έκανα εγώ τέτοιο λάθος!». Και ναι κυρίες και κύριοι, ο φορτιστής του λαπτοπ είχε μείνει στην Ελλάδα, ενώ το καλώδιο του μετασχηματιστή είχε έρθει να πάρει αέρα στη Γαλλία!

Έρχονται και οι βαλίτσες. Με τρόμο αρχίζω να κάνω επιθεώρηση και βλέπω τον χειρότερό μου εφιάλτη για το 2012: Όλη η δεξιά πλευρά βρεγμένη του κερατά. Πέφτω στα τέσσερα κι αρχίζω να μυρίζω σα σκύλος. Η Φού ήταν σίγουρη ότι ήταν ρακή αλλά δεν το έλεγε για να μη πάθω υστερία. «Θα την ανοίξω τώρα επι τόπου!», έλεγα μέσα στο παραλήρημα. «Όχι τώρα καλέ μέσα στον κόσμο! Κάτσε να πάμε σπίτι!», μου έλεγε, ενώ προσπαθούσε να φάει τα καλώδια του μετασχηματιστή από την πίκρα της. Δεν κρατήθηκα, πήγα λίγο πιο εκεί και με πόνο καρδιάς άνοιξα τη βαλίτσα να δω τα χάλια μου… 

No comments:

Post a Comment

Any comments?