17.1.12

Φλέρτ αλά Φρανσέζ vol 1


Ήταν Παρασκευή βράδυ, η Sindy με τη Violetta είχαν πάει να δειπνήσουν στο πιο εγκληματικό εστιατόριο της πόλης. Αυτό που περιμένεις 40 λεπτά στην ουρά, που προσφέρει μόνο ένα πιάτο, που όμως σου ξυνπάει άγρια ένστικτα και ψύχωση, μη σου πω εξάρτηση από τη μυστηριώδη σάλτσα. Ναι, η Βιολέτα θα έκανε χρήση Entre cote…και δεν ντρεπόταν να το πει, πως  δεν ντρεπόταν ούτε όταν έγλειφε τα δάχτυλά της. Εμείς με τη Φού, προτιμήσαμε να πιούμε μια μπύρα, βάζοντας τον πήχη ψηλά: Μπυροκοιλιά σε χρόνο dt. Η Φού είχε κάπως… ερωτική διάθεση εκείνο το βράδυ και με μια πρώτη ματιά εντόπισε το θύμα της στη γωνία. Σα να τον είχε πυροβολήσει, ο κοτσίδας δεν έβγαζε τα μάτια του από πάνω της…

Το μπαρ ήταν γεμάτο, μόνο δυο σκαμπό στη μπάρα ήταν άδεια λες και μας περίμεναν. Ο διπλανός βρωμούσε κι έπινε κάτι σαν εσπρέσο. Φορούσε και το παλτό του κι είχε περίεργη φάτσα… Ο μπάρμαν, που στο εξής θα ονομάζεται «Μπαρμπέτ» λόγω της γενειάδας, πλησίασε για παραγγελία. Αυτή τη φορά δεν υπάκουσε στην αυστηρή παραγγελία της Angelus. Πήρε ένα μικρό ποτήρι μπύρας και μας άφησε να δοκιμάσουμε μία μία όλες τις μπύρες της παμπ… Κι ύστερα μας σέρβιρε αυτή που πιστεύει ότι μας ταιριάζει. Και να φανταστείς, ακόμα δεν έχω μάθει το όνομά του. Αυτό που επίσης δεν ήξερα μέχρι εκείνη τη στιγμή, είναι πως η ξινισμένη χίπισσα που κάθεται πάντα στην άκρη του μπαρ, είναι η γκόμενά του. Τώρα όμως το είχαμε καταλάβει, γιατί μας κοίταζε και τα μάτια της πετούσανε σπίθες. Ποτέ δεν κατάλαβα γιατί «δυο κοπέλες σε ένα μπαρ» σημαίνει ότι αυτόματα «ψάχνονται». Εγώ πάντως δεν έψαχνα κανέναν άλλον, παρά τη Sindy και τη Violetta, οι οποίες είχαν αργήσει. «Πριν μισή ώρα είπαν ότι ξεκινάνε! Που είναι; Χάθηκαν;;», ρωτούσα τη Φού και κοιτούσα συνέχεια το ρολόι. Εντάξει, μπορεί να κοίταζα και λίγο τον Μπαρμπέτ, αλλά μόνο για να τη σπάσω στη γκόμενα που προσπαθούσε να με ματιάσει.

Η Φού αποφασίζει να τηλεφωνήσει στα κορίτσια να μάθουμε που βρίσκονται. Δεν καταλάβαμε και πολλά, γιατί η Sindy γελούσε τόσο δυνατά που οι λέξεις γινόντουσαν «κααααααπωωωωωςςςςς έεεεε –χαχαχαχα-τσι». Το θύμα της Φού συνεχίζει να την κοιτάει έντονα κι οι πρώτες μπύρες τελειώνουν. Ξάφνου, μπουκάρουν στο μαγαζί κι οι μεθυσμένες S&V με κόκκινα χείλη και γυαλάδα στα μάτια… «Θα συνεχίσουμε με κόκκινο κρασί λέω!», είπε η Sindy  αποφασιστικά κι η Violetta έπιασε την κοιλιά της σκασμένη από το φαί και ολίγον ζαλισμένη από το προηγούμενο κρασί που κατέβαζε (έκανε γερή χρήση και δεν ντράπηκε να το πει!). Αφού τσουγγρίσαμε τα ποτήρια κοιτάζοντας η μία μέσα στα μάτια της άλλης, χωρίς να διασταυρώνουμε και χωρίς να ακουμπάμε τα ποτήρια κάτω, καταπίνοντας με κλειστή μύτη και τέλος κάνοντας 3 σβούρες γύρω από τον εαυτό μας (ένα ξόρκι για καλή τύχη είναι, μη το δοκιμάσετε στο σπίτι) η παρέα του Θύματος- Φού μας περικυκλώνει αρχίζοντας το πιο αποτυχημένο καμάκι που έχει γίνει ποτέ.

Δεν ήξερα που να κοιτάξω και προσπαθούσα να βρω στην τσάντα, το ψεύτικο μονόπτερο που έχω πάντα μαζί για να αποφεύγω τέτοιες κακοτοπιές. Η καμπάνα όμως δεν χτυπούσε για εμένα αυτή τη φορά, από τότε που ξεφορτώθηκα τις ξανθές ανταύγειες από το κεφάλι μου περνάω απαρατήρητη. Άλλος καημός κι αυτός! Ο πιο ηλίθιος από όλους είχε μπαστακωθεί δίπλα μου κι ήθελε να μάθει ελληνικά μέσα σε ένα βράδυ, για να μπορέσει να εκφράσει στη Βιολέτα το «πόσο όμορφη είναι! Πες της ότι είναι πανέμορφη, σαν τη Σοφία Λόρενς!». Τον έμαθα να της λέει διάφορα προστυχόλογα κι η Violetta κοκκίνιζε και με τσίμπαγε να τον σταματήσω. Από την άλλη, το Θύμα-Φού είχε βάλει στόχο τη Φού, τα κύματα  μεταξύ τους θα έφερναν και τσουνάμι. Η δε Sindy επίσπευσε τις διαδικασίες αρπάζοντας από τα μούτρα τον Κοτσίδα και όλο του το σόι (το παρεάκι του για να είμαστε ακριβείς) και τότε ξέσπασε το τσουνάμι- διπλωματικό επεισόδιο. Όλα ξεκίνησαν κάπως έτσι…

«Τι κάνεις στην Τουλούζη;», ρώτησε ο Κοτσίδας τη Φού. Εκείνη πήγε να κρύψει το χαμόγελό της, πήρε βαθιά ανάσα και άρχισε να εξηγεί κουνώντας τα χέρια της σαν ανεμόμυλος… «Α…», είπε ο Κοτσίδας μαγεμένος. «Και τι σπουδάζεις ακριβώς;», συνέχισε να λέει, ενώ τα βέλη του έρωτα κοντεύανε να μας κάνουν όλους σουρωτήρια. Η Φού έγυρε αισθησιακά το κεφάλι, πήρε πόζα, άφησε το μαλλί να χαιδέψει λίγο το κούτελο κι άρχισε να λέει το μακρόσυρτο τίτλο του μεταπτυχιακού μας… «Οικονομία και…». Δεν πρόλαβε να σταυρώσει δεύτερη λέξη κι ο Κοτσίδας ξεκαρδίστηκε στα γέλια. «Οικονομία;;; Γιατί; Για να σώσετε την Ελλάδα;;;;». Δεν μπορούσε να συμμαζέψει τα σαγόνια του. Και ενώ το φλέρτ πήγαινε καλά μέχρι εκεί κι η Φού θα προσπερνούσε εύκολα το κρύο χιούμορ του, η Sindy παρασύρθηκε από την επαγγελματική της διαστροφή, κατέβασε το ποτήρι του κάτω, ανέβηκε στο σκαμπό κι είπε, «δεν ΚΑΤΑΛΑΒΑ!». Διότι, όταν είσαι στην Τιρέζ, ένα πνεύμα τσακωμού το έχεις…

No comments:

Post a Comment

Any comments?