30.1.12

go Mad...rid vol6


Γυρίσαμε ξημερώματα στο (ι)δ(ρ)ωμάτιο κι η Ζαμπέτα κοιμότανε βαριά. Η Φού μας περίμενε ξάγρυπνη και επαναλάμβανε αδιάκοπα «ζε φεμ», σα να είχε κολλήσει η βελόνα. Η Φακιδομύτη κι εγώ αρχίσαμε να της εξιστορούμε μεταξύ ψιθύρων και τρανταχτού γέλιου, τα όσα συνέβησαν αφότου εκείνη έφυγε από την παμπ. Ήταν από εκείνες τις στιγμές που ήθελα πολύ να σχολιάσω στα ελληνικά και να μη μετράω τις λέξεις μου…

Τέλος πάντων, ήμασταν τόσο κουρασμένες που κοιμήθηκα κανονικά πάνω στο 30φυλλο. Γουρούνα κανονική…Μέχρι να μας πάρει ο ύπνος όμως, η Ζαμπέτα είχε ήδη κάνει «¨σουτ!» δέκα φορές, κάθε φορά και πιο εξαγριωμένη. Έτσι, για να μας τιμωρήσει το επόμενο πρωί, ξύπνησε αξημέρωτα, άνοιξε όλα τα φώτα του δωματίου, έκανε όσο περισσότερο θόρυβο μπορούσε κι ετοιμάστηκε να φύγει. Εγώ δεν την κατάλαβα, η Φού μου τα είπε, γιατί λίγο μετά έφυγε κι εκείνη για να πάει να βρει τροφή! Ήταν αποφασισμένη όμως, ότι θα ακολουθούσε το πρόγραμμα των Παπαγάλων αυτή τη φορά και όχι των Σχιστομάτηδων. Κάπως έτσι, πιάσαμε την άλλη μεριά της πόλης και μπήκαμε σε ένα τεράστιο πάρκο με κύκνους και πάπιες. Σιγά καλέ, έχουμε και στο Ζάππειο! «Θα κάνουμε βαρκάδα;», πρότεινε η Φακιδομύτη κιόλες οι χαζογκόμενες πετάξαμε από τη χαρά μας. Ο Γκί βέβαια, αρνήθηκε κατηγορηματικά να κάνει κουπί κι έτσι έμεινε να κάνει ηλιοθεραπεία εκτός λίμνης. Ποιος θα τράβαγε κουπί αλόρ; Μα αυτόςπουτονλεωμαξ φυσικά! Είμαι σίγουρη ότι δεν το απόλαυσε, γιατί από τη μια τον τύφλωνε ο ήλιος, από την άλλη τον φωτογραφίζαμε, ύστερα τρακάραμε όλες τις άλλες βάρκες που υπήρχαν γύρω κι επειδή εμάς μας φαινόταν διασκεδαστικό, κάθε λίγο σηκωνόμασταν και αλλάζαμε θέσεις για να δοκιμάσουμε κι εμείς με το κουπί… Κι όσο τον «βοηθούσαμε» τόσο χειρότερα γινόταν… Η βάρκα έμπασε νερά κι ο αυτοςπουτονλεωμαξ προσπαθούσε να μας σώσει.

Σκατοφάγαμε. Μια παέγια σωστή δεν βρήκα να φάω…Όλο τάπας και τάπας…Σιγά καλέ!Με ψωμί και ζαμπόν θα τη βγάλουμε; Και περπάτημα, όχι αστεία… Όλη μέρα περπατούσαμε και για κακή μας τύχη βρήκαμε και το μουσείο κάπου στο δρόμο μας, το οποίο ήταν τεράστιο κι είχε ελεύθερη είσοδο (και τι έχουμε πει για τους τζιτζιφιόγγους; Ότι άμα είναι δωρεάν, πέφτουνε με τα μούτρα!!! Και πιστέψτε με, ειδικά για αυτόνπουείδατοβρακίτου δεν περίμενα να ενδιαφερθεί τόσο για την τέχνη.

Γυρίσαμε νωρίς για ένα γρήγορο ντους (τώρα που επιτέλους τα υδραυλικά του Χρώστελ είχαν φτιάξει) και φύγαμε για φαγητό. Η Μαργιορί κι ο Ακριβομπουφανής μας έκαναν το πρόγ(Ρ)αμα πάλι με τις fine S ιδέες τους. Μάντεψε… Πάλι με ψωμοτύρι θα την βγάζαμε, αλλά είναι που με 6 ευρώ το άτομο πίναμε 1,5 λίτρο υπέροχης κι απολαυστικής σαγκρίας. Τόσης πολλής, που δεν ξέρω αν έφταιγαν οι πεταμένες χαρτοπετσέτες στο πάτωμα, αλλά κάτι μου συνέβη θυμάμαι, κάτι σαν να μην πρόσεξα ένα σκαλοπατάκι και κουτρουβαλιάστηκα πάνω στον αυτόνπουτονλεωμαξ, τούμπα με χαριτωμενιά και παραλίγο να ανοίξω το κεφάλι μου στην τζαμαρία, αλλά με έπιασε πριν γκρεμίσω όλο το tapas bar και με πυροβολήσουν. Θα με βαλσαμώνανε και θα με κρεμούσανε στον τοίχο, δίπλα στην αγελάδα κι απέναντι απο το ελάφι...Μπλιαξ!


 Φάγαμε σε δευτερόλεπτα κι η σαγκρία μας είχε μείνει. Η Αιμιλία αποφασίζει να παραγγείλει ένα μικρό μπουκαλάκι νερό…Και τότε τα πιάτα ξαναγέμισαν (ήταν το σύστημα του μαγαζιού φαίνεται). Φύγαμε σκασμένοι και με κοιλόπονο χωρίς όμως να έχουμε χορτάσει. Η Φού αναστέναξε για ακόμη μια φορά «ζε φεμ» κι έτσι αγόρασε ένα μήλο να φάει για να ξεγελάσει την πείνα της. «Μα που στα κομμάτια τα βάζει;», ρωτάει η λιτοδίαιτη (αυτηπουαγορασενερό). Η αυτηπουαγορασενερό είχε κακιώσει ξαφνικά, δεν ξέρω γιατί, αλλά επειδή κι άλλοι είχαν νεύρα όσο πήγαινε, υποθέτω ότι απλώς υποφέρανε από δις κι η λειότητα (μια λέξη κι ανορθόγραφη). Οι Ζαμπέτες τώρα είχαν γίνει 3… Ανυπόφορο!

Χωρίς τις Ελληνίδες δεν κάνουν κέφι οι τζιτζιφιόγγοι όμως κι έτσι, μετά την αποχώρησή μας με την δις κι η λεια ακολούθησαν κι οι υπόλοιποι. Ο αυτόςπουειδατοβρακίτου εξαρχής είχε μείνει στο Χρώστελ γιατί ήταν κομμάτια κι επειδή δεν είχα ύπνο, αποφάσισα να πάω στο δωμάτιο των αγοριών να παίξουμε χαρτιά. Φορούσα ήδη πιτζάμες (σεμνές πάντα, όχι baby doll) αλλά ήθελα άλλη μια κοπέλα για υποστήριξη. Οι δικές μου ήταν ψόφιες κι έτσι, χωρίς να το σκεφτώ πολύ, κατέβηκα στον κάτω όροφο να ζητήσω από τη δις κι η λεια μήπως… μήπως ήθελε. Ποιος ξέρει; Μπορεί να είχε «λύσει» το πρόβλημά της αφού κι εκείνη έφαγε φρούτα… Μόνο που τελικά, όταν χτύπησα την πόρτα, μου άνοιξε ο Ξανθός και τότε είδατοβρακίτου νούμερο 2. Ήταν ξεδιάντροπος, δεν κρύφτηκε καθόλου! Δεν ήξερα που να κοιτάξω… «Τι θες;», είπε αυστηρά, σχεδόν παρεξηγημένος, αλλά στεκόταν σαν άγαλμα μπροστά μου, να κρύψει λίγο τα απόκρυφα δεν το σκέφτηκε. «Κοιμάται η Αιμ…εεε… Τη…την Αιμιλία ήθελααα….Άσσστοοο, άσσττοοο τίποταααα….», είπα με το χέρι μπροστά στα μάτια κι έφυγα σκουντουφλώντας σε τοίχους!

Η Ζαμπέτα του δικού μου ιδρωματίου μόλις είχε στριφο-γυρίσει (τι στο διάβολο; Τι πίνει και δεν μας δίνει; Πόση ενέργεια μπορεί να έχει πια αυτή η μουρλομουρλσουρλμάνα;;;). «Θα έρθω εγώ για χαρτιά!», είπε η Νούρα (κ καλ την είπ με το κανον τς όν για ξεκάρφωμα). Και δεν φταίω πραγματικά, αλλά και αυτοςπουειδατοβρακιτου ο πρώτος, ήταν σχεδόν γυμνός, κέρδιζε και στα χαρτιά και ξέρεις, η εξουσία είναι πολύ ελκυστική κι επειδή κέρδιζε έπρεπε να τον λέμε και Πρόερδο. Φταίω εγώ τώρα που μου είχε κολλήσει το «happy birthday….misteeeeerrr president…» ? 

No comments:

Post a Comment

Any comments?