25.1.12

go Mad...rid vol1


Πρώτη φορά δεν είμαστε αργοπορημένες με τη Φού. Έχουμε φτάσει δυο ώρες νωρίτερα από την πτήση για Μαδρίτη, όπως κάνει ο σωστός τουρίστας… Πλησιάζουμε για το check- in, παρατηρούμε ότι κανένας άλλος δεν έχει φτάσει ακόμα. Στο Blagnac επικρατεί νεκρική σιγή…Το μόνο που ακούγεται είναι το «τακ-τακ» από το τακούνι της Φού. Στο ένα μέτρο ακούγεται και ένα «γλίνννν- κράουτς!» κι η τσάντα μου σπάει και πέφτει κάτω σα βαρίδι. Ένιωσα σαν ανάπηρη! Χωρίς τσάντα που θα πήγαινα τρομάρα μου; Η Φού σκύβει να με βοηθήσει, και το κολιέ της με μαγικό τρόπο γίνεται σμπαράλια. Ευτυχώς που δεν έχουνε έρθει οι άλλοι, σκέφτηκα, διότι τώρα ήμασταν πεσμένες στα τέσσερα να μαζέψουμε τις κόκκινες, τις πράσινες, τις θαλασσιές τις χάντρες…

Το τσεκ ίν είχε γίνει ηλεκτρονικά, απλά εμείς δεν το είχαμε καταλάβει (βλαχάρες και ατεχνολόγητες). Καθίσαμε στην άδεια καφετέρια και κοιταζόμασταν σιωπηλές για 2 ώρες, μέχρι να εμφανιστεί κάποιος από το τρελό γκρουπάκι μας: Οι Κινέζες (4), ντυμένες στην πένα όπως πάντα, μαζί με τον Ξανθό. Το Ζεύγος χεράκι-χεράκι, ο Γκί με τον Μάξ, ο ένας με υπερβιταμίνωση κι ο άλλος με overdose λεξοτανίλ, ο FBI πράκτωρ και παράλληλα καθηγητής τέννις, ο Μούς- μοναδικός Ισπανός της παρέας και πολύ άνετος γιατί θα έμενε σπίτι του και όχι στο Χόστελ. Η Μαργιορί με τον γκόμενο και το ακριβό μπουφάν του και η Νούρα με τον Μόγγι, τον μανιακό φωτογράφο.  Η Φακιδομύτη με την Αιμιλία κι εγώ με τη Φού. Η επιβίβαση ξεκίνησε στην ώρα της, ήμουν από τους πρώτους που μπήκαν στο αεροπλάνο, είχα αρχίσει να πεινάω, αλλά έκανα υπομονή για τα υπέροχα tapas που θα τρώγαμε στη Μαδρίτη. Η ώρα περνούσε κι η Φού ήταν άφαντη. Λίγο μετά μπαίνουν κάποιοι πανικόβλητοι στο αεροπλάνο κι αρχίζουν να παραληρούν, ότι η μια από τις Κινέζες δεν μπορεί να ταξιδέψει γιατί κάτι τρέχει με τα χαρτιά της… «Έχει μια περίεργη  φωτοτυπία και τους την τρίβει στη μούρη, αλλά αυτοί δεν την αφήνουν να μπει… Ο Ξανθός προσπαθεί να τους πείσει, αλλά εμείς του είπαμε να την αφήσουμε στην Τουλούζη, γιατί καλά να  έρθει, μετά πως θα γυρίσει; Κι αν  ξεμείνει στην Ισπανία?!», να λένε οι Γάλλοι, ενώ εγώ κόντευα να πάθω ανακοπή από την αγωνία μη και γίνει καμιά στραβή και μείνει η Φού παρέα με την λαθροκινέζα. Όπως και να το κάνουμε, δεν είχαμε καν απογειωθεί και ήδη μας είχε πιάσει το κακό το μάτι…

Η επιβίβαση ολοκληρώθηκε και η Φού άρχισε να μετράει αντίστροφα για την απογείωση. «Μπορεί να ήταν τυχερή η Κινέζα… Μπορεί να γλίτωσε τελευταία στιγμή από το Χάρο..», είπα στη Φού για να την τρομοκρατήσω. Αντιπαθεί τα αεροπλάνα… Λίγο μετά, δεν κρατήθηκε για πολύ σιωπηλή, την έπιασε λογοδιάρροια κι έπιασε τον Ξανθό μονότερμα (με εμένα δεν ήθελε να μιλήσει, γιατί ήξερε ότι θα της πω ότι «πέφτουμεεεε»). Η Φού γενικά, δεν αντέχει τη σιωπή. Ακόμη κι όταν ξυπνάμε για μάθημα 7 το πρωί, με ρωτάει «τι νέα», ενώ έχει να μου μιλήσει λιγότερο από 6 ώρες, κατά τις οποίες κοιμόμουνα. Παρότι απαντάω μονολεκτικά, γιατί κοιμάμαι όρθια, εκείνη συνεχίζει να μιλάει και μάλιστα δυνατά και παθιασμένα. Κάπως έτσι έγινε και βρήκε τον Ξανθό –που της απαντούσε- κορόιδο. Και δώστου να μιλάνε γαλλικά και δώστου να μιλάνε και αγγλικά μέσα στο αφτί μου. Κάθε λίγο σηκωνόμουν και κοίταζα μήπως μπορώ να βρω άλλη θέση. Κι όταν επιτέλους προσγειωθήκαμε, αποφάσισα να γίνω λίγο πιο χαρούμενη και να αφήσω πίσω τη μιζέρια. Η Φού αντιθέτως, άφησε πίσω την ταυτότητά της, την οποία μάζεψα εγώ, αλλά ξέχασα να το αναφέρω κι έτσι έφυγα ανενόχλητη και την άφησα να ψάχνει!

Μας έβγαλαν από τη μπροστινή πόρτα, φορτωμένοι σα γαιδούρια, φτάσαμε το κατώφλι της εισόδου και τότε θυμήθηκαν να μας τιμωρήσουν που πετάξαμε με low cost εταιρεία: μας ξαναέβαλαν στο αεροπλάνο για να βγούμε από πίσω, σαν τους κατατρεγμένους. Δεν μας άξιζε φισούνα, παρά ένα σάπιο λεωφορείο. Η Νούρα είχε πάθει μανία και μας μετρούσε κάθε λίγο, προκειμένου να μη χάσουμε κι άλλους στην πορεία. Βγήκαμε από πίσω, μπήκαμε στο λεωφορείο και η Φού ήταν πάλι εξαφανισμένη, δεν βγήκε ποτέ από το αεροπλάνο .Που ήταν η Φού; Είχε πάθει déjà vu! Επειδή ξαναπέρασε από τη θέση της, με το μπες-βγες στο αεροπλάνο, θυμήθηκε ότι είχε αφήσει το διαβατήριο της στο κάθισμα… «Εγώ το έχω», είπα στη Μαργιορί κι επιτέλους φύγαμε από το αεροδρόμιο για το ξενοδοχείο χωρίς άλλες απώλειες…

Το μετρό της Μαδρίτης είναι χαοτικό και κακοφτιαγμένο. Αλλάξαμε 3 γραμμές για να φτάσουμε στο κέντρο και κάθε φορά που αλλάζαμε, ανεβαίναμε σκάλες για να τις ξανακατέβουμε. Και η πείνα μεγαλώνει… και το ξεποδάριασμα αρχίζει… 

No comments:

Post a Comment

Any comments?