4.12.11

Penthouse

Είναι 2 το μεσημέρι, τα μάτια μου είναι μαύρα και γύρω από τα σεντόνια βλέπω κόκκινα σημάδια… Δεν έγινε φόνος, το κραγιόν μου είναι… Κοιμήθηκα σαν βόδι 6.30 το πρωί… Τι βράδυ! Προσπαθούσα να συνειδητοποιήσω που ήμουν εχθές μέχρι εκείνη την ώρα… Δεν είχα ιδέα. Το μόνο που ξέρω είναι ότι μας έσωσε η Μού ( σου-λμά-να) κατά πάσα πιθανότητα, επειδή δεν πίνει αλκοόλ κι άρα μάλλον εκείνη μπορούσε να βρει το δρόμο της επιστροφής…

Το βράδυ μας ξεκίνησε ήπια κι όμορφα κατά τις 7, όπου εγώ και η Φού πήγαμε στο σπίτι της ML. H ML είναι Γαλλίδα, αρκετά φιλική προς τους Έλληνες γι’αυτό κι αποφάσισα να της πάω «ντάκους» στο μικρό απερό της. Έφτιαξα κάτι σαν γέμιση σε τάπερ, πήρα και τις φρυγανιές γιατί παξιμάδι δεν βρίσκουμε εδώ πέρα και περήφανη κατέφθασα στο σπίτι της ML με τη Φού, όπου είχε μόλις φτάσει και η Co2. Η Co2  είναι επίσης γλετζού και μας έχει συμπαθήσει, κατά καιρούς μας καλεί κι εκείνη σπίτι της και τώρα έχει λυσσάξει να πάμε για σκι μαζί τον Ιανουάριο. Είπα ναι, τι να έκανα, να δω πως θα ξεμπλέξω τώρα… Ξευτίλα θα γίνω αλά Μπρίτζετ Τζόουνς. Μετά από λίγο, ήρθε κι ο Gram με τον Minimum, η Μού… Κάτι άλλοι που περίσσευαν εκ των οποίων ο ένας ονομαζόταν Κώλο ή Πώλο, δεν θυμούμαι, αλλά αγνοήστε τους γιατί εκείνοι έμειναν στο κολατσιό. Τους ξέσκισαν τους ντάκουs, ήπιαμε όλα τα κρασιά που είχε φέρει ο καθένας μας, την βότκα του Minimum, η Μού έπινε τη  γκαζόζα της… Και τότε ο Gram έβγαλε κάτι περίεργο από την τσέπη του κι όλοι άρχισαν να μιλάνε για μια κλανιά. Η κλανιά, αυτό, η κλανιά το άλλο, την κλανιά πρέπει να τη μοιράζεσαι, η κλανιά είναι καλής ποιότητας, η κλανιά στα φοιτητικά χρόνια είναι αθώα και περιστασιακή…. Είναι φοβερή κλανιά, πρέπει να τη μυρίσεις κι εσύ! Όσοι είστε γαλλομαθείς, θα καταλάβατε αμέσως περι τίνος πρόκειται. Για όσους δεν καταλάβατε, θα σας δώσω ακόμα ένα στοιχείο. Άπαξ και οσμηστείς την κλανιά… γίνεσαι κλασμένος.

Με τις αναθυμιάσεις της κλανιάς λοιπόν, ψιλοκλαστήκαμε όλοι (ακόμα και η Μού, δεν εξηγείται αλλιώς που συνέχισε το πρόγραμμά μας…). Κι αυτοί που μείναμε (Gram, Minimum, ml, Co2, Φού, Μού κι εγώ) αποφασίσαμε να πάμε στη βίλα του ζεύγους του μεταπτυχιακού μας… Μια πραγματική βίλα, όχι σαν την τρύπα τη δική μου. Έτσι μου τάξανε κι εγώ αδυνατούσα να το πιστέψω. Δύο από εμάς πήρανε ποδήλατα κι οι υπόλοιποι με τα πόδια… Γελάγαμε τόσο πολύ στη διαδρομή, που εγώ τουλάχιστον δεν κατάλαβα πόση ώρα περπατούσαμε. «Μα θα πάμε στο ξένο σπίτι τέτοια ώρα;», είπα και κοίταξα το ρολόι. Ήταν 3 το πρωί. «Μην ανησυχείς, κάνουν πάρτι κάθε μέρα, όλη μέρα εκεί… Γι’ αυτό δεν έρχονται συχνά στο μάθημα… Ε! Και επειδή είναι λίγο μακριά…». Ξαφνικά φτάνουμε έξω από το σπίτι. Μια τεράστια σούπερ λούξ μεζονέτα, διώροφη, με πισίνα εσωτερική και εξωτερική, μαρμάρινη σκάλα και πάτωμα, φοβερή διακόσμηση. Η μουσική είναι εκκωφαντική και στο σαλόνι χορεύουν σα να μην υπάρχει αύριο 6-7 άτομα… Οι συγκάτοικοι του… penthouse και οι στενοί φίλοι τους… Ευτυχώς είχα θυμηθεί να πάρω μαζί το τάπερ μου… Το τάπερ με ακολούθησε πιστά σε όλη τη βραδιά κι έτρεμα μη ξεχαστώ και το αφήσω κάπου…

Εκεί μέσα έγινε της τρελής… Η Co2, που κατά τ’άλλα φαίνεται μια συντηρητική και μετρημένη γαλλιδούλα, μας έπιανε από τη μέση και μας χόρευε τανγκό… Καταχτυπιόταν και σβουρλιζόταν από τη μία άκρη του σαλονιού στην άλλη (ήταν και τεράστιο το άτιμο σαλόνι). Ο Gram με είχε βουτήξει από τα χέρια και με έφερνε σβούρες γύρω του, η Φoύ που έχει και ταλέντο στο χορό τους έβαλε τα γυαλιά, η Μού τρισευτιχισμένη κουνιόταν και λυγιόταν (μα τι βάζουν στις γκαζόζες στη σημερινήν εποχή;;; Τστς!). Ύστερα το ζεύγος έριξε ένα ρόκ εντ ρόλ προβαρισμένο και φανταστικό κι ακόμα και ο Minimum που είναι μετριασμένος και όχι ιδιαίτερα χορευταράς, έκανε ο σόου του (και συνέχισε να πίνει το ρώσικο δηλητήριο, βότκα).

Εξουθενωμένη, κατάκοπη και κάπως νυσταγμένη πέφτω στον καναπέ πάνω στον Minimum για να φτάσω τη Φού που καθόταν στην άλλη άκρη «Έχεις καταλάβει που είμαστε;», τη ρωτάω και ξεκαρδίζομαι στα γέλια. Η Φού, έχει πολύ σοβαρό ύφος, σχεδόν φρικαρισμένο βλέμμα… «Αλεξία… Είμαστε κάπου κοντά στο Πόλ Σαμπατιέ!», απαντάει με νόημα. «Τιιιιιιιιιιιιιιιιιι;;;;;;;;;;;;», ξεφωνίζω. «Πως φτάσαμε ως εδώ;;;», ρωτάω για μια στιγμή σοβαρή κι ύστερα ξαναλύνομαι στα γέλια. Πάνω στη στιγμή, η ξεσαλωμένη Co2 παίρνει φόρα από μακριά και κάνει μακροβούτι στον καναπέ αγνοώντας ότι εμείς καθόμαστε πάνω του κι έτσι προσγειώνεται φαρδιά πλατιά πάνω μας… «Η κλανιά….», μου λέει κλείνοντας το μάτι ο Gram, που προσπαθεί να βρει κάποιον να μοιραστεί μια δεύτερη… «ΌΧΙ!», του λέω κι έχω αρχίσει να πιστεύω ότι θα κοιμηθούμε ο ένας πάνω στον άλλο στο λουξ σαλόνι του penthouse, για να προβάρουμε και το κακό μας χάλι στη Μαδρίτη.

Κατά τις 5.30 το πρωί, η Μού αποφάσισε πως ξέρει προς τα πού είναι η πόλη και πως ήρθε η στιγμή να πάμε, τώρα που θα είχε ανοίξει και το μετρό. «Μα δεν έχει μετρό εδώ κοντά!», ούρλιαζε ο Gram και πνιγόταν από τα γέλια… «Θες να κοιμηθείς εδώ;», τον ρώτησα. «Όχι, θα έρθω μαζί σας!», αποφάσισε με ένα χαμόγελο ως τα αφτιά και εμφανώς «πειραγμένος», διότι σε όλη τη διαδρομή μέχρι να βρούμε ένα μετρό, προσπαθούσε να μου βάλει τρικλοποδιά και να με πετάξει στους θάμνους…

Κάπως έτσι, έφτασα σπίτι μου μετά τις 6 το πρωί… «Η κλανιά…», λέει ο Gram και μας φιλάει σταυρωτά για καληνύχτα. «Η ρίγανη στον ντάκο….» σκέφτομαι από μέσα μου και σφύριξα αδιάφορα…

;) 


No comments:

Post a Comment

Any comments?