23.12.11

Το ηρωικό χωριό της Γλυφάδας

Τον 21ο αιώνα μ.Χ., η αυτοκρατορία της μοναρχΈΣΑΣ Αγκέλα Μέρκελ είχε εξαπλωθεί σε όλη την Ευρώπη. Οι οικονομικοί της εκβιασμοί, το κοινό black mail και τα σκληρά μέτρα που επέβαλε στα υποταγμένα Ευρωπαϊκά φέουδα, επέφεραν την εξαθλίωση, τη φτώχεια, τη μιζέρια. Στην κατεκτημένη Μερκελική Ευρώπη, συμπεριλαμβανομένης και της Ελλάδας, μόνο ένα μικρό χωριό αντιστεκόταν… Η Γλυφάδα (ενωμένη πάντα με τα 3 Β – Βάρη, Βούλα, Βουλιαγμένη)

Οι Γλυφαδιώτες αντιστεκόντουσαν με θέρμη κι αποφασιστικότητα. Μπλοκάρανε τα σύνορα με τα Καγιέν τους, σηκώνανε ακόμα πιο ψηλά οχυρά γύρω από τις βίλες τους. Το υγρό πυρ, ήτοι η φραπεδιά και ο φρέντο καπουτσίνο, αποτελούσαν ένα μυστήριο για τους εχθρούς, που το φοβόντουσαν όπως ο διάολος το λιβάνι. Αήττητο μαγικό φίλτρο, δημιουργούσε φρικτές παραισθήσεις, αδικαιολόγητη αισιοδοξία και μακροπρόθεσμη αναισθησία. Αρχηγός του ηρωικού χωριού, ήταν ο Καταχρεοστίξ, που έπαιζε συχνά τάβλι με τον Δρυΐδη Τραπεζιτίξ. Ανάμεσα στους χωριανούς, ξεχώριζαν οι δυο ισχυρότεροι πολεμιστές. Ο Κουτοπονηρήξ, κοντούλης και πανέξυπνος και ο χοντρός Νεοπλουτίξ, που είχε πέσει μικρός στη χύτρα με το μαγικό φίλτρο κι έτσι οι δυνάμεις του ήταν αξεπέραστες χωρίς να χρειάζεται ριφίλ.

Οι στρατιώτες της Μέρκελ ξημεροβραδιαζόντουσαν έξω από τα σύνορα, φορώντας πάντα τις πανοπλίες τους, κρατώντας για ασπίδα τους κουμπαράδες. Έτρεμαν στην ιδέα ότι ο αέρας θα πάρει τις λίγες αποδείξεις που μάζεψαν. Συχνά, αναγκαζόντουσαν να στρέψουν τη φάλαγγα σε σχήμα «χελώνας» (δλδ. Λούφαζαν στο καβούκι τους) για να αποφύγουν τον βομβαρδισμό από μούντζες και βρισιές, καθώς οι τολμηροί χωριάτες τους προσπερνούσαν με τα πόρσε γελώντας κι αφήνανε πίσω τη σκόνη τους.

Όταν η αυτοκράτειρα Μέρκελ έμαθε για τα καινούργια bar που θα άνοιγαν στο χωριό, έφαγε όλα της τα νύχια από τη λύσσα της. Ήταν η πρώτη φορά που αποφάσισε να ξαναβάλει σουτιέν, για να αποφύγει αυτό που λέμε «τραβάει τα βυζιά της». Μα να φτιάχνουν ποδηλατόδρομο; Μα να χαμογελάνε; Μα να φοράνε για πρόχειρη εργατική φόρμα Juicy? Αντί για καροτσάκι λαικής, να σέρνουν βαλίτσα Luis? Ακόμα έχουν ρεύμα αυτοί; Ακόμα δεν πεθάνανε από το κρύο; Απεριόριστο νερό στις καφετέριες! Δωρεάν Πάρκινγκ! Τσιουάουα και κανίς να εξέχουν από την Marc Jacob! Ανθρωπιστικά gala! Το Σύνταγμα να μην έχει χριστουγεννιάτικο μεταλλικό δέντρο και στη Γλυφάδα να βάζουν λαμπιόνια στους φοίνικες! Έξαλλη έγινε η αυτοκράτειρα.

«Θα σας κάνουμε να πληρώσετε! Θα σας κόψουμε το ρεύμα! Θα σας κόψουμε τα spa, τα tennis club και το pain au chocolat!», απειλούσαν τα στρατιωτάκια. «Είναι τρελοί αυτοί οι Γερμαναράδες!», έλεγαν μεταξύ τους οι χωρικοί κι έφερναν σβούρες το καλαμάκι στο φραπόγαλα. Βλέπεις, δεν φοβόντουσαν απολύτως τίποτα, μόνο μη τους πέσει ο ουρανός στο κεφάλι. Μέχρι που μια μέρα, συνέβη το μοιραίο…

Ένας Γλυφαδιώτης περπατούσε στην Αγγέλου Μεταξά (που αργότερα μετονομάστηκε σε Αγκέλας Μερκελά) και του ήρθε μια ταμπέλα στο κεφάλι. «Μανικιούρ- πεντικούρ», έγραφε. Κάτι άλλοι, πίνανε ανέμελοι τον καφέ τους, και άνοιξαν οι ουρανοί κανονικά, η βροχή διαπέρασε την τρύπια τέντα. Όσο κι αν δεν το παραδεχόντουσαν, τα κτίρια είχαν πάρει την πόζα του Πύργου της Πίζας. Το πορτοφόλι Burberry είχε αδειάσει κι η πλαστική βίζα χρησίμευε μόνο στο ξύσιμο του δοντιού. Τα Καγιέν που φρουρούσαν τα τείχη της πόλης, δεν είχαν πλέον πινακίδες, ούτε βενζίνη για να κινηθούν. Οι βίλες ήταν παγωμένες, κανείς δε μπορούσε να αγοράσει πετρέλαιο θέρμανσης. Το μαγικό φίλτρο στέρεψε κι έγινε πικρό, γιατί ο Τραπεζιτίξ δεν το χάριζε πλέον απλόχερα… Και κάπως έτσι, το χωριό της Γλυφάδας, χάθηκε από το χάρτη, όπως ακριβώς έπαθαν κάποτε και οι Γαλάτες… 

1 comment:

Any comments?