28.11.11

Ο Λόρδος κι εγώ vol2


Ο δρόμος χανόταν στην ομίχλη… Ένα πράγμα σαν «το πείραμα της Φιλαδέλφεια». Ξαφνικά βρεθήκαμε εκτός τόπου και χρόνου, μπροστά στο επιβλητικό chateau. Ένα σκυλί- λύκος γρύλλιζε στις ρόδες μας κι εμείς τρομοκρατημένοι και ξεπαγιασμένοι παραμέναμε στο αυτοκίνητο. «Που είναι ο Λόρδος;», αναρωτιόμασταν, ενώ σιγά σιγά έφταναν και οι συμφοιτητές μας με τα αυτοκίνητά τους. Που είναι ο Μόγγυ; Κανείς δεν τον είχε δει από το πρωί. Κατεβήκαμε από τα αυτοκίνητα και κοιταζόμασταν σαν τους βλάκες. Το  σκυλί- λύκος μας κοίταζε περίεργα, αλλά δεν έκανε επίθεση. Και τότε, άνοιξε η πόρτα και ξεπρόβαλλε ο Λόρδος… Από τα φρύδια και μόνο καταλάβαινες ότι είναι γαλαζοαίματος. Μόνο από τα φρύδια όμως… Κατά τ’ άλλα ήταν ντυμένος σαν τσοπάνης.

«Βζζζζζζζζζζζν γκρρρρρρρρρρρουουουουουνγκ!», ακούγεται ένα αυτοκίνητο να γκαζώνει και να παίρνει ανοιχτά τη στροφή, παραλίγο να καρφωθεί στο δέντρο. Ήταν ο Μόγγυ, έτρεχε σαν διάολος και με το που πάρκαρε δίπλα μας, οι επιβάτες, δηλαδή οι Κινέζες, κατέβαιναν φρικαρισμένες. «Είδατε το φάντασμα κι εσείς;», ρωτάει ο Λόρδος κι ανασηκώνει το βασιλικό του φρύδι. Εκείνοι έγνεψαν καταφατικά… «τον Χάρο με τα μάτια μας είδαμε…», είπαν αλά γαλλιστί… Ο Μόγγυ από την άλλη, ήταν σα να μη συμβαίνει τίποτα, σαν να είναι νορμάλ μπροστά σε ένα Λόρδο να φοράς πορτοκαλί πέτσινο τζάκετ και να μπουκάρεις στο κάστρο του με 120χλμ/ώρα. Σίγουρα δεν του κάναμε καλή εντύπωση εξαρχής… «Ελάτε…» πρόσταξε με τη βαθιά φωνή του και προχώρησε προς το ερειπωμένο κτίσμα δεξιά του κάστρου. «Στάβλοι ή μπουντρούμια;» αναρωτιόμουν κι έσερνα τα μπαλαρινάκια μου στα χαλίκια. Ο Λόρδος έβγαλε ένα τεράστιο κλειδί από την τσέπη του κι άνοιξε την πόρτα… Για να περάσουμε από την πόρτα σκύψαμε όλοι… Να χαρώ εγώ τους βασιλικούς! Ολόκληρη κουμούτσα κλειδάρα χρυσή για μια τόση δά πορτούλα. Κατεβήκαμε και μια σκονισμένη σκάλα, φτάσαμε στον πάτο κι ύστερα περνούσαμε από το ένα σκοτεινό δωμάτιο στο άλλο.

Οι κινεζούλες ήταν στον κόσμο τους… Στηνόντουσαν κανονικά και αλληλοφωτογραφίζονταν για τα μάτια του facebook. Ο Λόρδος μας οδήγησε στο κελάρι… Αμέτρητα ανοξείδωτα βαρέλια περιέκλειναν το χώρο. Το δωμάτιο μύριζε κλεισούρα και μούστο… Οι τοίχοι ήταν στολισμένοι με μεγάλα κάδρα των προγόνων…

Όλα ξεκίνησαν γύρω στο 1576, όταν το άμοιρο Isle sur Tarn ήταν φέουδο της καθολικής εκκλησίας, το οποίο κατέληξε να ανήκει στην οικογένεια του Λόρδου. «Ο πρόγονός μου, ντε Καλμέλς, αποφάσισε να χτίσει το κάστρο του εδώ, πριν ξεσπάσει η Γαλλική Επανάσταση… Οι γενιές πέρασαν, κάποιοι έκαναν κορίτσια, κάποιοι δεν είχαν παιδιά κι έτσι το κάστρο πέρασε από τα χέρια των ντέ Μπουρντές (1780) . Ο ντέ Μπουρντές, ήθελε να επεκτείνει κι άλλο το κάστρο… Όταν οι επαναστάτες άρχισαν να ξεκληρίζουν τους βασιλικούς, ο Ζαν Αντρέ Μπουρντές, επιχείρησε να το σκάσει στην Ισπανία. Και όταν τον κατάλαβαν, τον έπιασαν και τον φυλάκισαν στο Αλμπί», μας εξήγησε. Ο Ζαν Αντρέ όμως δεν έβαλε μυαλό, μετά την αποφυλάκισή του, που συνέπεσε με το fail του Ροβεσπιέρου, επέτρεψε στο κάστρο, και μαζί με το τελευταίο λιθαράκι που ολοκλήρωσε την οικοδομή, έφτιαξε και έναν κήπο αλά Φρανσέζ… Από τη δεξιά μεριά, τα άνθη σχηματίζουν μέχρι σήμερα στον σταυρό του St. Luis κι από την αριστερή, το λουλούδι Lys… Δυο βασιλικά σύμβολα της εποχής, για να μπει στο μάτι των χωριάτηδων ο κατατρεγμένος γαλαζοαίματος.  Ο ίδιος δεν έκανε παιδιά κι έτσι άφησε στην ανιψιά του, Βιρτζινί ντέ Φοντγκοντράν, το περίφημο chateau. Εκείνη με τη σειρά της παντρεύτηκε τον απόγονο των ντε Μπελφορτές. Η εγγονή τους, Ζερμέν Μπελφορτές ήταν η μητέρα του δικού μας Λόρδου, που παντρεύτηκε τον Λόρδο ντε Φαραμόντ και κάπως έτσι, το κάστρο κατέληξε στους ντε Φαραμόντ. Το «ντέ» πάντως τους έμεινε…

Η προπρο προ προ προ γιαγιά του, κάπου στον 17ο αιώνα, έχασε τον άνδρα της όταν ήταν ακόμη νέα… Καταπιάστηκε με την οινοποιεία, έκλαιγε πάνω από τα χώματα στο αμπέλι, από τα οποία σύντομα ξεπετάχτηκαν ζουμερά σταφύλια…

«Όταν μιλάμε για το κρασί, μπορούμε να μιλήσουμε για όλα… Για τους προγόνους, την παράδοση, την κουλτούρα…». Άνοιξε μερικά μπουκάλια κι ας ήταν 11 το πρωί, ήπιε ο καθένας μας 3-4 ποτήρια. Αλλά, τσιγγουνάκος κι ο Λόρδος, ξεροσφύρι μας τα προσέφερε, ούτε ένα πατατάκι, ένα καρότο, ένα χταποδάκι στα κάρβουνα, έστω ένα βατραχοπόδαρο αδελφέ! Ο καθηγητούλης  την άκουσε γερά, άρχισε να τσιμπάει τη Φού και να γαυγίζει σαν τον σκύλο-λύκο, τάχα μου για να την τρομάξει… Οι Κινεζούλες έβγαλαν από τις τσάντες τους σοκολάτες και γλειφιτζούρια, λες κι ήμασταν το νηπιαγωγείο κι έτσι η ατμόσφαιρα χάλασε τελείως… Και τότε συνειδητοποίησα οτι όση ώρα μπεκρούλιαζαν και χλαπάκιαζαν οι άλλοι, με έχει πιάσει μονότερμα ο Λόρδος και μου έδινε συνέντευξη. Κοίταξα αυστηρά τον καθηγητούλη... "του είπα οτι είσαι δημοσιογράφος..." μαρτύρησε ενοχικά. Καταραμένο Πάντειο, με ακολουθείς παντού... 

Ο στόχος βέβαια ήταν να κάνουμε marketing plan όχι να μεθύσουμε και να λύσουμε τα οικογενειακά μας. Αλλά δε βαριέσαι… Εγώ σε καταλαβαίνω Λόρδε, από τα ψηλά στα χαμηλά… Σε διαβεβαιώνω ότι κι η δική μου σκούφια από τους ντε Γκαγιάκ προέρχεται, αλλά ποιος με πιστεύει! Το χειρότερο δε είναι, πως ο Λόρδος κι εγώ, έχουμε εναποθέσει όλες μας τις ελπίδες στον τουρισμό. Ακούς Λόρδε; Κοίτα να πετύχουμε και μη με πάρεις στον γκρεμό μαζί σου…


No comments:

Post a Comment

Any comments?