28.11.11

O Λόρδος κι εγώ vol1


Ούτε το Σάββατο δεν βρήκαμε ησυχία. Ξυπνήσαμε αξημέρωτα, όλη η Τουλούζη ήταν σκεπασμένη από ένα πυκνό ροζουλί πέπλο ομίχλης. Άκουγα «τακ, τακ, τακ» κι ήξερα ότι έρχεται η Φού με τις σεξουαλικές μπορτώ μπότες της. Όταν πλέον με είχε φτάσει στα δυο μέτρα, διέκρινα τη μορφή της και συνεχίσαμε μέχρι το μετρό, για να βρούμε τη Νούρα και τον Μoush. Από εκεί, με τραίνα, αεροπλάνα και βαπόρια θα φτάναμε στο δοξασμένο Basso Cambo, για να βρούμε τον καθηγητή μας και να πάμε όλοι μαζί στους πελάτες μας, στην Πέρα Ραχούλα, να τους κάνουμε το marketing plan… Το κρύο είναι υποφερτό μέχρι στιγμής.

Φτάνουμε στο Basso Cambo και ο καθηγητής μας περιμένει από την απέναντι μεριά του δρόμου. Το πρόβλημα είναι ότι μας χωρίζει ένα πράσινο συρματόπλεγμα και δεν υπήρχε, πιστεύαμε, τρόπος για να φτάσουμε αν δεν κάναμε τον κύκλο. Όμως είχαμε αργήσει αρκετά κι έτσι σκέφτηκα πως μπορούμε να σκαρφαλώσουμε και να πηδήξουμε από την άλλη μεριά, προκειμένου να φτάσουμε στο σημείο αναφοράς χωρίς περιττούς κύκλους… Έδεσα την τσάντα μου στο λαιμό μου, έσφιξα τα δαχτυλάκια των ποδιών μη μου φύγει η μπαλαρίνα, κι άρχισα να σκαρφαλώνω σαν τη μαϊμού για να δώσω το καλό παράδειγμα και να τους εμψυχώσω. Ακολούθησε η Νούρα με σχετική ευκολία… Τραμπαλίστηκε λίγο πάνω στο κάγκελο, αλλά τουλάχιστον έκασε με τα τέσσερα πόδια. Ύστερα η Φού, η οποία δεν ήταν ιδιαίτερα πρόθυμη να πηδήξει και πάνω στη στιγμή, η σεξουαλική μπότα με το καουμπόικο τακούνι σκάλωσε κάπου. Από τη μία εκείνη κρατιόταν από τον Moush, από την άλλη εκείνος την έσπρωχνε για να της δώσει φόρα να πηδήξει (δεν είχε καταλάβει ότι σκάλωσε η μπότα). Εγώ κρατούσα την τσάντα της και δεν είχα χέρια να την πιάσω. Τελικά ο Moush της έδωσε μια σπρωξιά κι εκείνη προσγειώθηκε αναίμακτα δίπλα μου.

Ο Μoush, που επίσης μου έδωσε την τσάντα του, ήταν με το ένα πόδι πάνω στη σιδεριά και με το άλλο στην άσφαλτο, λες και του το είχανε βιδώσει. Hruso mou, δεν γίνεται να πας από την απέναντι και το πόδι να μείνει πίσω!Με τα πολλά τα καταφέραμε όλοι, ενώ ο καθηγητής είχε φέρει το αυτοκίνητο στην… πίστα προσγείωσης, διότι μας έβλεπε από μακριά να παιδευόμαστε και έκανε τον καθολικό σταυρό του. Μπουκάραμε στο αυτοκίνητο, αλλά εκείνος δεν ξεκινούσε… «Μα… γιατί πηδούσατε πρωινιάτικα;», μας ρώτησε ξαφνιασμένος και λίγο αναστατωμένος από τη χαζομάρα μας, «ορίστε, ένα μέτρο παρακάτω είχε πόρτα!». Οι καλοί μου συμφοιτητές δεν δίστασαν να δικαιολογηθούν και να με δείξουν με το δάχτυλο, «να, αυτή! Δική της ιδέα ήταν!!!». Άντε μωρέ, εγώ φταίω που κάνω τη ζωή μας λίγο πιο πικάντικη…

Δεν θέλω να γίνομαι επικριτική… αλλά ο δεξής καθρέπτης της σακαράκας του καθηγητάκου ήταν σακατεμένος, σαν ζαρωμένος κώλος γριάς και ο αριστερός στεκόταν από τύχη και λίγο σιλοτέιπ. Οι πόρτες ήταν χτυπημένες και όλες οι γωνίες φαγωμένες και ξεφλουδισμένες. Η ομίχλη έκανε το σκηνικό ακόμα πιο τρομακτικό ενώ η «εξοχή» της Τουλούζης έμοιαζε με το Silent Hill. Ψηλά γυμνά δέντρα, ερειπωμένα σπίτια, αμέτρητα εκτάρια με καμένες κληματαριές (καμένες από το κρύο, όχι από τις φωτιές σαν και του λόγου μας).

Ύστερα από 50 χλμ φτάσαμε σε ένα χωριουδάκι, πολύ ήσυχο και γραφικό… μεσαιωνικού στυλ. Εκεί θα βρίσκαμε τους υπόλοιπους που θα ερχόντουσαν με δικά τους αυτοκίνητα. Πράγματι μαζευτήκανε όλοι (ή...σχεδόν όλοι!!!), προκειμένου να ακολουθήσουν με τα αυτοκίνητά τους τον
καθηγητή, μέχρι το περιβόητο Κάστρο Λαστούρ Γκαγιάκ. 

No comments:

Post a Comment

Any comments?