16.10.11

Εδώ στην Οξιτανία vol2


Ξημέρωσε Σάββατο. Σκατά! Κιόλας; Πήραμε το αυτοκίνητο για να ανακαλύψουμε την εξοχή, τις ατελείωτες πεδιάδες, που στο βάθος τους φαινόντουσαν βουνά… Καταλήξαμε σε ένα υψοφοβικό chateau , παλιό και γραφικό. Με πήγε στο γκρεμό να δούμε τη θέα και επι τη ευκαιρία, με έβαλε να ορκιστώ ότι θα γυρίσω στην Ελλάδα ό,τι κι αν συμβεί. «Εννοείται!», είπα πανικόβλητη, σιγά μη μείνω εδώ, δεν τρελάθηκα! Αφού κάναμε τη βόλτα μας, είχε έρθει η στιγμή να πάμε στους γονείς του… Δράμα!

Η μητέρα του μας περίμενε κυριολεκτικά πίσω από την πόρτα με ένα χαρτί στο χέρι. Με καλωσόρισε και σουφρώνοντας λίγο τα χείλη, βουτηγμένα στο κόκκινο κραγιόν, ψέλλισε ένα «περάστε» και σε εκείνον. Είχαμε μπει στο σπίτι κανονικά, είχαμε τολμήσει να καθίσουμε στον καναπέ, αλλά οι γονείς του είχαν πέσει σχεδόν στα τέσσερα και ζουζούνευαν τα σκυλιά τους, σα αν τα βλέπανε πρώτη φορά. Αφού τα χιλιοφίλησαν κι αποφάσισαν να τα πάνε σε άλλο δωμάτιο, μου έπιασαν την κουβέντα «Πως σου φαίνεται η Τουλούζη; Πως περνάς;» και γενικά, έκαναν φυσιολογικές ερωτήσεις. Πάλι δεν ήξερα αν πρέπει να τους μιλήσω στον ενικό ή στον πληθυντικό. Δεν τους έχω δει και πολλές φορές στη ζωή μου, αλλά κανονικά έπρεπε να τους μιλώ στον ενικό με άνεση. Anyway, δεν μου βγαίνει, οπότε απέφυγα πάλι να μιλήσω κατά πρόσωπο. Έριξα μια γρήγορη ματιά αμηχανίας σε τοίχους και ράφια. Αμέτρητες φωτογραφίες της κόρης, των παιδιών της κόρης, των σκυλιών. Φωτογραφία δική μου και του συνοδού μου πουθενά. 
Αμέτρητα πορτρέτα τους. Ναι, ρε, μην αναρωτιέσαι, εννοείται ότι πάνω από το τζάκι έχουμε όλοι πορτρέτα των σκυλιών μας! Η οικοδέσποινα δεν είχε εμφανίσει ακόμα το  μυστηριώδες χαρτί που κρατούσε. Υπέθεσα ότι είναι η λίστα του σούπερ μάρκετ με τιμές… Έβλεπα κάτι περίεργα ονόματα που έμοιαζαν με τυρί και κάτι νούμερα, μάλλον οι τιμές των τυριών.

Καθίσαμε να φάμε- εννοείται σε συγκεκριμένες και προγραμματισμένες θέσεις, εννοείται με τέσσερα διαφορετικά σερβίτσια (ένα κουβέρ για το ορντέβρ, ένα για το κυρίως πιάτο, ένα για τη σαλάτα και το τυρί που έρχονται στο τέλος κι ακόμα ένα για το φρούτο και το γλυκό. Μεγάλη επισημότητα σου λέω φίλε μου, είχα πονοκεφαλιάσει για να τα κάνω όλα όπως πρέπει, μη μπλέξω τα πιρούνια, μη σαλιώσω το ποτήρι, αλίμονο αν έπεφτε σάλτσα στο κεντητό τραπεζομάντηλο. Ένιωθα σα να γευματίζω με τη Βασίλισσα στο Μπάκιγχαμ. Εννοείται άρα, ότι δεν μιλάς ποτέ στον ενικό σε μια Βασίλισσα). Η οικοδέσποινα ήταν ανήσυχη, ήθελε οπωσδήποτε να μοιραστεί μαζί μας το χαρτί του σούπερ μάρκετ, δεν εξηγείται διαφορετικά. Και ξαφνικά το πετάει στο τραπέζι, σηκώνεται όρθια και δείχνοντας το ταβάνι (ή το Θεό) ανακοίνωσε «Πρέπει να γνωρίζεις Αλεξία, προερχόμαστε από Ευγενείς! Οι πρόγονοί μας είναι πολύ, πολύ σπουδαίοι! Η προ προ προ προ προ προ προ πρόγιαγιά σου ήταν μακρινή συγγενής του Λουδοβίκου και κουνιάδα της Κόμισσας του Τάδε». Χαμογέλασα προσπαθώντας να κρατηθώ. Ο συνοδός μου ξέσπασε σε τρανταχτά γέλια, κόντεψε να γκρεμίσει όλα τα σερβίτσια που υπήρχαν στο τραπέζι, δεν μπορούσε να σταματήσει. Η μητέρα του τον αγριοκοίταξε, «Γελάς ε; Δεν είσαι μόνο εσυ σπουδαίος ξέρεις… Είμαστε από τις καλύτερες οικογένειες της Γαλλίας!», τον μάλωσε κι εκείνος λύθηκε στα γέλια ακόμα περισσότερο.

Ο πατέρας του από την άλλη, ήθελε πολύ να γελάσει, γελούσε αθόρυβα, τι να κάνει ο άνθρωπος. Έριξα μια ματιά στο χαρτί – από ευγένεια. Η οικοδέσποινα είχε σημειώσει το όνομα αυτών των προ προ προ προγόνων και τις ημερομηνίες που ξεκινούσαν από το 1700. Είπα κι εγώ, υπάρχει τόσο φθηνό ροκφόρ; 1,70 ευρώ; Όχι… Τι χαζή που είμαι! Όντως έτρωγα σε ένα μικρό Μπάκιγχαμ, με μικρές Βασίλισσες κ.τ.λ. Τι δέος! Ανατρίχιασα τόσο πολύ που παρολίγο να μου κοπεί η όρεξη! «Γέλα εσύ, αλλά η Αλεξία πρέπει να γνωρίζει τη σημαντικότητα αυτής της οικογένειας!», είπε νευριασμένη κι έτρεξε να φέρει το γλυκό.

Και τώρα φαντάσου ένα πράγμα… Φαντάσου να είχα την απόγονο αυτής της  (προ προ προ προ προ) γαλαζοαίματης, για πεθερά! Ευτυχώς, η οικοδέσποινα αυτή λοιπόν, δεν είναι η πεθερά μου, αλλά η γιαγιά μου! (βασικά να μη τα παραλέμε, δεν θα τολμούσα ποτέ και δεν έχω τολμήσει ποτέ να την πω γιαγιά. Δεν θέλει κιόλας, ποτέ δεν ήθελε… Το «γιαγιά» για εκείνη είναι κάτι κακό, κάτι σαν βρισιά! Η  πραγματική γιαγιά μου όμως, η μητέρα της μητέρας μου, ήταν μια συμπαθητική Ελληνίδα γιαγιά με απαλό ροζ κραγιόν, μύριζε «ΜΥΡΤΩ», έτρωγα στα πόδια της χιλοπίτες, πασαλειβόμουν όσο γούσταρα, ξάπλωνα στο κρεβάτι της και μου έλεγε παραμύθια.. . Με φιλούσε και με ζουζούνευε απο τη στιγμή που γεννήθηκα ως τα 20 μου χρόνια, μάλλον επειδή δεν είχε σκύλο! Ήρθεσε όλες τις συναυλίες πιάνου που έδινα μέχρι και  στην αποφοίτησή μου κι ας μην τη βαστούσαν τα πόδια της, διάβασε τις ιστορίες μου στα πρώτα βήματα του blog και πριν πεθάνει μου έδωσε την ευχή της.Φυσικά της μιλούσα στον ενικό και τη φώναζα γιαγιά). 

No comments:

Post a Comment

Any comments?