16.10.11

Εδώ στην Οξιτανία vol1


Επιτέλους έφτασε η Παρασκευή 14 Οκτωβρίου. Τον περίμενα πως και πως, με είχε πιάσει τέτοια κωλοφωτιά, που είπα στη Φού «παρντόν, αλλά φεύγω! Κράτα σημειώσεις!». Έφυγα λοιπόν στο διάλειμμα και πήγα σούπερ μάρκετ να ψωνίσω τα απαραίτητα, να του τα βάλω στο ψυγείο, μήπως πεινάει ο άνθρωπος! Αχ, πόσο μου είχε λείψει!!! Πόσο ήθελα να τον δω! Να δω έναν δικό μου άνθρωπο επιτέλους.
¨
Μπήκα στο δωμάτιο, το στόλισα, έβαλα τα πράγματα στο ψυγείο, ακούμπησα και το δώρο στο κρεβάτι – μόνο ροδοπέταλα δεν έριξα στο πάτωμα και άρχισα τις αναπάντητες – διότι η χαζή δεν είχα κάρτα για τηλέφωνο. Εκείνος δεν ανταποκρινόταν στις αναπάντητες… Σα να μην ήξερε τι σημαίνουν; «Πάρε με βρέ!», αυτό σημαίνουν… Τέλος πάντων, το πήρε το μήνυμα και μου στέλνει sms «Δεν θα έρθω». Εγκεφαλικό. Πήγα να πάθω εγκεφαλικό κανονικό. Και να μην έχω κάρτα να απαντήσω… Μπήκα στο facebook, έδωσα σήμα sos στην πρώην γυναίκα του, το είδε η ξαδέρφη μου, την πήρε τηλέφωνο να της πει να μπει στο skype. Εκείνη μπήκε, εγώ ήμουν σε υστερία και την παρακάλεσα να του τηλεφωνήσει να τον ρωτήσει… Εκείνη τον πήρε και τελικά εκείνος είπε «Εννοώ θα αργήσω. Στις 8 στη γωνία των McDo του Capitole».

Στήθηκα καμαρωτή καμαρωτή στην περιβόητη γωνία, με ένα χαμόγελο μέχρι τα αφτιά… Η ώρα περνούσε κι εκείνος άφαντος… Άρχισα να με ζώνουν μαύρα φίδια. Μια ώρα μετά κι αφού έχει πιαστεί η μέση μου, μου τηλεφωνεί… «Δεν μπορώ να φτάσω, έχουν αλλάξει τους δρόμους, δεν ξέρω από πού να πάω, θα φύγω, δεν μπορώ άλλο!». Τιιιιιιιιιιιιιιιι; Ήρθες μέχρι την Τουλούζη για να φύγεις πάλι; «Οδηγώ 6 ώρες, δεν την παλεύω!», δικαιολογήθηκε και κόντεψα να ξεριζώσω τα μαλλιά μου από τον πανικό. «Έξω από το παλιό σινεμά στην Place Wilson», μου λέει ύστερα από τον θρήνο μου στο τηλέφωνο. Η ώρα περνάει κι εκείνος άφαντος. Είμαι έτοιμη να αρχίσω τα κλάματα μέχρι που ένα αυτοκίνητο με πλησιάζει κι αναβοσβήνει τα φώτα. «Θα μπω κι ας μην είναι αυτός τέλος πάντων, σκατά!» , σκέφτηκα. Το «σκατά» είναι το γνωστό merde, ξέρεις και καλά έχω γαλλικοποιήσει τις σκέψεις μου. Μπαίνω στο αυτοκίνητο και τον βλέπω με το κουστουμάκι, τη γραβατούλα… «Έχω έρθει κατευθείαν από το Πανεπιστήμιο», λέει κουρασμένος και με φιλάει. Πήγαμε στο δωμάτιο, ανταλλάξαμε τα δώρα μας και χαλαροί πήγαμε να φάμε στο πολυφημισμένο entrecote. Χιλιόμετρα ουρά απ’ έξω οι πεινασμένοι Γάλλοι…

«Σενιάν», διευκρίνισε στη σερβιτόρα, ενώ εγώ είχα πιεί ήδη το μισό μπουκάλι κρασί κι αποτελείωνα το νερό. Τι δίψα κι αυτή! «Ξέρεις, αυτή η σός είναι μοναδική, έχουν προσπαθήσει πολλοί σεφ να την αντιγράψουνε, αλλά κανείς δεν έχει βρει το μυστικό», μου εξηγεί. Αν και ήμουν αφοσιωμένη στο πιάτο μου αυτό το «μυστικό» με είχε βάλει σε σκέψεις… Κι αν πραγματικά μέσα στη συνταγή του μυστικού υπάρχει κάτι εντελώς σιχαμένο; Κάτι τόσο σιχαμερό που κανένας άλλος σεφ δεν έχει σκεφτεί ποτέ να βάλει σε σάλτσα που προορίζεται για άνθρωπο; Κι αν το κρατάνε μυστικό, επειδή το στοιχείο x είναι τόσο σιχαμένο, που αν το μάθει ο κόσμος θα ξενερώσει για πάντα; Δεν ξέρω τι είναι, πάντως είναι delicious!

Αφού είπαμε όλα μας τα νέα, αποφασίσαμε πως αύριο θα με πάει στους γονείς του. Σε αυτό το σημείο, αποφασίζουμε να μιλήσουμε για κάτι πιο ευχάριστο από τους γονείς του… «Χάλια τα πράγματα στην Ελλάδα, ε;». 

No comments:

Post a Comment

Any comments?