27.9.11

Entrée Générale


Έφτασε λοιπόν η μέρα γνωριμίας με τους συμφοιτητάδες. Ακόμα δεν έχω όρεξη να γνωρίσω νέο κόσμο, αλλά έβαλα το καλό μου χαμόγελο και ξεκινήσαμε με τη Φού για τη σχολή (σίγουρες για το που πρέπει να πάμε…). Με κράμπα στο πόδι (και οι δύο). Κοιταζόμασταν σιωπηλά και ξέραμε ότι μάλλον θα γυρίσουμε όπως ήρθαμε: Οι δυό μας.

Μπήκαμε στο κτίριο – που όπως έχουμε πει δεν είναι το ίδιο με αυτό των υπολοίπων, εμείς είμαστε στα ανσιέν- κάναμε το γύρω του προαυλίου, αλλά το αμφιθέατρο της πρόσκλησης δεν το βρήκαμε. Ρωτάμε μια μαυρούλα καθαρίστρια… Τι το θέλαμε; Πρόθυμη άρχισε να λέει κάτι ακαταλαβίστηκα… Μωρέ σα να έλειπαν μερικά γράμματα από το λεξιλόγιο της…Σα να παίζαμε κρεμάλα ένα πράγμα! «Κατάλαβα… Είναι από τα DOM…», σκέφτηκα (έχω ακούσει πολλές ιστορίες από τη μητέρα). Για όποιον δεν γνωρίζει, DOM είναι Département d'outre-mer (οι αποικίες όπως η Γουαδελούπη, η Μαρτινίκα… κ.ο.κ.).  Χωρίς «ρό» και για την ακρίβεια με «ού» αντί του «ρό» έδινε οδηγίες για όλα τα αμφιθέατρα εκτός από το δικό μας! Τελικά μας έδειξε μ το δάχτυλο το Arsenal ( = το σωστό κτίριο) και πήραμε τις κράμπες μας να φύγουμε.

 

 Ανεβήκαμε σκάλες, διασχίσαμε διαδρόμους και επιτέλους βρήκαμε κάτι σαν γραφειάκια συνεδρίου, στα οποία δηλώναμε όνομα και μάστερ κι αυτοί, έναντι των 55ευρώ που τους έχουμε δώσει μόνο για άνοιγμα ντοσιέ (την εγγραφή την αφήνω απ΄έξω) μας παρέδωσαν μια τσάντα λάπτοπ (χωρίς το λάπτοπ μέσα), μια γόμα κι ένα στυλό (η γόμα όμως δεν σβήνει το στυλό) κι ένα καρνέ/σημειωματάριο (λες κι είχαμε τίποτα να σημειώσουμε). Μετά μπήκαμε στον φούρνο με τις πατάτες. Όπου φούρνος, σημειώσατε το Αμφιθέατρο και πατάτες όλες αυτές που μας περιτριγύριζαν. Πατάτες τηγανητές και ψιλοκομμένες βεβαίως, ούτε μία χοντρή. Αφού ροδίσαμε λίγο (ξέρεις, οι Γάλλοι δεν το τρώνε καλοψημένο το φιλετάκι) κι ιδρώσαμε αρκετά (να βγει το ζουμάκι μας για να είμαστε πιο νόστιμες) ξεκίνησαν οι καθηγητές να μας καλωσορίζουν. Οι άνθρωποι δεν είχαν τίποτα να πουν εκτός από το «Καλώς ορίσατε» (μπιέν βενού), τα είχε πει όλα η Διευθύντρια – το χιουμοράκι της οποίας ακόμα δεν έχω πιάσει, το επεξεργάζομαι και προβληματίζομαι γιατί όλοι γέλασαν με τα αστεία της, εκτός από εμένα και τη Φού! Ούτε νερό δεν μας έδωσαν.

 

Σε μία ώρα όλο αυτό έχει τελειώσει και κάπου έχει πάρει το αφτί μας ότι θα γίνει απεριτίβο, με μπουφέ και πορτοκαλάδα. Δεν ξέραμε όμως που στο καλό γίνεται αυτό! «Θα ακολουθήσουμε την πλειοψηφία», προτείνω. Το πλήθος χωρίστηκε στα δυο… Ποιον να πρωτοακολουθήσεις; Οι μισοί βγαίνανε προς τα έξω:  «μήπως είναι garden party?» αναρωτιέται η Φού. Όχι, απλά βγήκαν για να καπνίσουν. «Πάμε με τους αντικαπνιστές!», της λέω κι ανοίγω το βήμα για να τους προλάβω. Όλοι μπουκάρουν σε μια μεγάλη πόρτα. Στην αρχή πιστεύω ότι εκεί μέσα θα γίνει μάθημα, οπότε περιμένουμε διστακτικά για λίγο πίσω από την πόρτα. Το σε λίγο αρχίζει να γίνεται ύποπτο κι αποφασίζω να ανοίξω την πόρτα και να δω τι γίνεται από πίσω. Δεν γινόταν μάθημα! Δεν γινόταν δεξίωση! Ήταν διάδρομος που οδηγούσε σε άλλους διαδρόμους, οι οποίοι οδηγούσαν σε πολλές άλλες ίδιες πόρτες – κάτι σα λαβύρινθος, καλά το φαντάστηκες. Χάσαμε τα ίχνη τους και μας έμεινε η δίψα κι η πείνα.

 

Όπως πολύ καλά είχα προβλέψει, γυρίσαμε οι δυο μας, πίσω στις Εστουντίνες… Πεινασμένες και κουτσές, και διψασμένες… Δεν γνωρίσαμε κανέναν και παραλίγο να μην αναγνωρίζουμε ούτε η μία την άλλη. Όλη η υγρασία του σώματός μας είχε πάει  στο κεφάλι (πάει και το χτένισμα).






No comments:

Post a Comment

Any comments?