25.7.11

Drana Queen vol 3


«Έχω μια παρανυχίδα… Αχ! Δεν μπορώωωωω!! Με πονάει! Άααααουτς! Οι ώμοι μου καίνε και δεν είμαι μανεκένεεεε! Τι θα κάνω; Άχουουου, δεν μπορώ άλλο…», έλεγε μέσα από τα δόντια της και αναστέναζε. Η Ρούνι- ρούνι πάλι έπεσε στο κρεβάτι πρώτη κι ευχόταν να ήταν κουφή. Η Τζέν-τζέν, συνηθισμένη στη γκρίνια από τον εαυτό της, απλά δεν έδινε σημασία.  «Σας μισώ παρανυχίδες!!!!», ούρλιαξε η Ντράνα όταν παρατήρησε ότι δεν της δίνουν σημασία και καμία δεν ήταν πρόθυμη να την απαλλάξει από τον πόνο.

«Δεν μου άλλαξαν πετσέτες! Σα κελί είναι εδώ μέσα! Δεν χωράει η βαλίτσα μου, πως θα την ανοίξω! Δυο βρακιά έβγαλα έξω και γέμισε ο χώρος! Ααααααα!», συνέχισε. «Άραξε λίγο, χαλάρωσε, διακοπές είμαστε…» λέει η Ρούνι- ρούνι. «Τσόκαρα! Τσόφλια! Τσουτσέκιαααα! Τι μιλάς κι εσύ που έχεις ξαπλώσει κι έχεις ακόμα το λουί βιτόν στον ώμο; Άααα ρε κακομοίρααααα!». Εκείνο το βράδυ πράγματι οι ηρωίδες μας είχαν γυρίσει πολύ αργά. «Σκατά! Είναι 6 και κάτι! Πρέπει να πακετάρω1 Πότε θα κοιμηθώ; Δεν μπορώωωωωω! Δεν προλαβαίνωωω! Κι αύριο θα μας ξυπνήσει αυτή η ΚΑΡΓΙΟΛΑ, θέλει και να την πληρώσουμε τρομάρααα της! Που μας ξεσπιτώνει! Ποιος ξέρει που θα μας στείλουν από αύριο!». Το τζέτ λαγκ κι η αυπνία έκαναν τη γκρίνια της ανυπόφορη, χειρότερο από κάθε προηγούμενο. Όταν τελικά κατάφερε να κοιμηθεί (ώρα Ντράνας 8 το πρωί, δηλαδή 7 για τους υπόλοιπους), επέστρεψαν τα αγοράκια του διπλανού δωματίου.

Μπαμ! Μπουμ! Φωνές! Βρισιές! Μαλώνανε μεταξύ τους, μια χαζοηλίθια γκόμενα χαχάνιζε, ένας χοντρός βαρούσε τις πόρτες… Η Ντράνα με μαύρους πλέον κύκλους κάτω από τα μάτια και την παντόφλα στο χέρι (λες και θα τους έριχνε… παντόφλα!)έτρεξε πίσω από την πόρτα κι άρχισε να τη χτυπάει, σα να τσεκούρωνε τον Τζακ τον Αντεροβγάλτη. «Σκάαααστεεεεε!!!!Σούργελααααααα!!!! Βγάλτε το σκασμό βρε πούστηδεεεεεες!», φώναζε από τα βάθη της ψυχής της, ξαφνικά η τσιριχτή φωνή της είχε βραχνιάσει (από την κούραση και την αϋπνία).

Δώδεκα το πρωί (11 ώρα Ντράνας) έπρεπε να κάνουν τσεκ άουτ, να κουβαλήσουν τις βαλίτσες τους μέχρι απέναντι για να εγκατασταθούν σε άλλο δωμάτιο. Μετά συναντήθηκαν με την Αλεξία για πρωινό.  Η Ντράνα δεν είχε κλείσει μάτι όλο το βράδυ. «Και το ερ κοντίσιον δε δουλεύει! Κοίτα! Κοίτα πως έγινε η φράτζα! Θα σκάσουμε σα τα ποντίκια! Υγρασία σε μισώωωωωω!», έλεγε ξεψυχισμένη και τρούλωνε τα χείλη της κατσουφιασμένη.

«Δεν πάει άλλο, πρέπει να της βάλουμε το ρολόι δυο ώρες πίσω απόψε κι όλας, ειδάλλως θα χάσουμε το πλοίο!», λεέι η Ρούνι- ρούνι, ενόσω η Ντράνα παραμιλάει κάτω από την ομπρέλα, «Πονάω… Νυστάζω… Πεθαίνω…». «Μήπως να της δώσουμε κάτι να μην κοιμάται καθόλου;», λέει η Ρούνι- ρούνι που δεν μπορεί να ανοίξει τα μάτια της από τα γέλια και κοντεύει να φάει τα χέρια της για να μη τις ακούσει η Drana Queen. "Έχει γεμίσει μπάζα ο τόπος! Όλοι είναι μπάζα! Χέστηκα κι εγώ! Το βράδυ θα βάλω φλατ...", αποφάσισε. Σα να άρχισε να γίνεται άνθρωπος after all....

Αφού γυρίσανε όλες τις παραλίες, την ποτίσανε μπύρα και δεν την αφήνανε να δει τη φάτσα της στον καθρέπτη, επιβιβάστηκαν πάλι στο σαραβαλάκι της Αλεξίας και το έριξαν στα σκυλοτράγουδα της Χρύσπας για να κρατήσουν το κέφι ψηλά.

Είδες τη βαλίτσα μου, στην πόρτα…
Είπες και να φύγεις, που θα πας;
Όλη νύχτα γκρίνιαζες, σα κότα…
Τώρα που ‘ σαι ψόφια, δεν μιλάαααααας….
Δεν είναι ΕΝΑ η βρώμα, ΔΥΟ η αϋπνία
ΤΡΙΑ το χρώμα, ΤΕΣΣΕΡΑ η φασαρία
ΠΕΝΤΕ η μπόχα, ΕΞΙ η αφαγία,
Φεύγω για το ΕΠΤΑ… την αααα**μία…!!!
Άπ’ το πλοίο έβαφες τα νύχια…
Για να φτάσεις ντίβα, στο νησί…
Μέτραγες τα φράγκα σου ένα ένα…
Και στο τέλος έμεινες, ταπί…
Δεν είναι ΕΝΑ η ζέστη, ΔΥό το κατασριδάκι
ΤΡΙΑ η μέση, ΤΕΣΣΕΡΑ το τυροπιτάκι,
ΠΕΝΤΕ η πέψη, ΈΞΙ το δαχτυλάκι
Φεύγω για το ΕΠΤΑ, τον *******άκη,
Που μια γυναίκα την τελειώνει,
Μες τη ψυχή τη μαχαιρώνει και της ραγίζει την καρδιά… 
Με δυο δαχτυλιές στον κώλο,
Νόμιζες πως θα φυσάς…
Και στο είπα μαύρισέ τον όλο…
Τώρα θα σε μάθω, να μετράααααας!!!

No comments:

Post a Comment

Any comments?