18.5.11

Το "Χαμένο Βατόμουρο"


Ένα αραχνιασμένο, χρυσό βατόμουρο, είχε ξεμείνει στο ράφι του Κάπτεν Εδουάρδου Γιον Σμίτ. Περασμένα μεγαλεία... Ήταν το βραβείο της χειρότερης ερμηνείας, ενός υποτιθέμενου φιλόδοξου και ευυπόληπτου άνδρα της εποχής του. Αυτή την εικόνα είχε για τον εαυτό του, μη μπορώντας να παραδεχτεί σε κανέναν την ασημαντότητα της ύπαρξής του. Εμπνευσμένος από άλλους Κάπτενς – κυρίως τον Κάπτεν Χουκ, αλλά ξέρεις, αυτός έμεινε κουλός- θέλησε να φτιάξει ένα πλοίο, αντάξιο του Τιτανικού. Μεγαλειώδες, πολυτελές, αλλά με πολλά ελαττώματα. Αυτό είναι το ελάττωμα των κουτοπόνηρων, δεν βλέπουν ποτέ τα ελαττώματα.  Θαμπώνονται από τη λάμψη της επιφάνειας…

Ο Εδουάρδος δεν ήταν κακός  άνθρωπος, μικροαπατεώνας ήταν μόνο και χάρη σε αυτό το πάθος του, την απατεωνιά δηλαδή, ήταν ικανός να ξεπουλήσει και τον καλύτερό του φίλο.  Όταν το πλοίο του ήταν έτοιμο να κάνει το παρθενικό του ταξίδι, προσέλαβε μερικούς δούλους κι ένα- δυο ναύτες  - για τη μινιατούρα του καλοί ήταν.  Τους εξαπάτησε και δέχτηκαν να μπαρκάρουν, χρησιμοποιώντας το μεγαλύτερο και πιο ύπουλο όπλο του, την πειθώ. «Uncharted Waters» επαναλάμβανε κι επειδή το άγνωστο πάντα προκαλεί την περιέργεια, εκείνοι έφεραν τα συμπράγκαλά τους, έλυσαν τα σκοινιά, σήκωσαν τις άγκυρες κι έφυγαν με… βάρκα την ελπίδα.

Στο πρώτο λιμάνι που έπιασε το πλοίο, κάποιοι από τους δούλους κατέβηκαν δύο δύο τα σκαλιά κι άρχισαν να τρέχουν, ρίχνοντας μαύρη πέτρα πίσω τους. Αυτοί που έμειναν άρχισαν να προβληματίζονται, δεν τους άρεσε και πολύ η έπαρση του Κάπτεν, η αμφιλεγόμενη σιγουριά του πως δεν θα βουλιάξουν, πως θα μείνουν ενωμένοι μέχρι τέλους, σαν crew. Ο Κάπτεν για να τους εμψυχώσει, τους έταξε θησαυρούς, τους οποίους υποτίθεται θα έβρισκαν στο δεύτερο λιμάνι, σε ανεξερεύνητη Γη, σε παρθένα εδάφη.  Το crew ενθουσιάστηκε, όλα κυλούσαν αρμονικά κι είχε μπονάτσα για τρείς μήνες ταξίδι. Ώσπου έφτασαν στο δεύτερο λιμάνι, ο Κάπτεν τους έριξε με τα μούτρα στη δουλειά, να σκάβουν και να ιδρώνουν, να παλεύουν με ιθαγενείς που  αντιστεκόντουσαν στον αδίστακτο κατακτητή. Ανάμεσά τους, ήταν και μια Ποκαχόντας, λίγο πιο διαλλακτική, που τους προειδοποιούσε σαν αλλοτινή Κασσάνδρα, «δεν υπάρχει χρυσός εδώ!». Ο Κάπτεν τον χαβά του… Οι δούλοι άρχισαν να απελπίζονται, κατάλαβαν ότι ο Κάπτεν έχει αρχίσει να χάνει τα’ αβγά και τα πασχάλια.  Έβγαζε χάρτες και φώναζε με όλη του τη δύναμη ότι ο θησαυρός είναι κάπου εκεί κοντά. Δεν πέρασαν μερικά μερόνυχτα ακόμη και τότε ο Κάπτεν Εδουάρμος Γιον Σμίτ, συνειδητοποίησε ότι του είναι άχρηστοι τόσοι δούλοι,ίσως έπρεπε να βρει άλλους, που να πιστεύουν στον ανύπαρκτο θησαυρό. Φοβόταν πως όταν καταλάβουν ότι τους κορόιδεψε, θα ξεσηκωθούν και θα τον ξεκοιλιάσουν, όπως του άξιζε.

Εν μια νυκτί, μπούκαρε με βιασύνη στο δωμάτιο των ναυτών, τους είπε να τα μαζέψουν όπως- όπως, σφύριξαν και την άτακτη φυγή σε κάποιους από τους δούλους, μπήκαν στο πλοίο κι έφυγαν, αφήνοντας απροειδοποίητα τους άλλους πίσω. Νόμιζε ότι γλίτωσε, όπως νόμιζε και πως θα αλλάξει το φενγκ σούι. Αλλά δεν έφταιγε το φενγκ σούι, έφταιγε η τεμπελιά του, που άφησε τις εκσκαφές  σε ανικανοποίητους στα αιτήματά τους εργάτες κι ο ίδιος έπινε σαμπάνια με φράουλες πάνω στο βελουτέ κάλυμμά του καναπέ του.  Αυτό βέβαια που δεν ήξερε, είναι πως πριν ακόμα αφήσει τους δούλους πίσω, σε εκείνο το άκαρπο κατά τα φαινόμενα λιμάνι, οι δούλοι είχαν ήδη αποφασίσει να μείνουν. Κι όπως τον έβλεπαν να τρέχει για να γίνει Παναής, γελούσαν μαζί του κι είχαν κάτσει κάτω από ένα δέντρο, κι έπιναν ξέγνοιαστοι ντόπια Pina Colada, παρέα με την Πόκαχόντας.

Ο Εδουάρδος, ευχαριστημένος που φέρθηκε πούστικα πιστεύοντας ότι θα σώσει το τομάρι του, συνέχισε να τρώει φράουλες, ώσπου έπιασε τρικυμία. Τεράστια κύματα από τρεις διαφορετικές μεριές χτυπούσαν το «Χαμένο Βατόμουρο» παρασύροντάς το σε πραγματικά «uncharted waters». Όχι ότι θα αντιλαμβανόταν κανείς την απουσία του αν βούλιαζε, άλλωστε δεν το ήξερε η μάνα του! Όπως και να έχει όμως, για τον Κάπτεν, αυτό ήταν το δημιούργημά του κι έπρεπε να το σώσει. Το πλοίο έπεσε σε παγόβουνο, σε λίγες ώρες βούλιαζε με ιλιγγιώδη ταχύτητα. Λεονάρντο και Κέητ πιάστηκαν χέρι χέρι, ανέβηκαν πάνω σε μια σαβούρα (νομίζω ήταν μια στοίβα με εφημερίδες και περιοδικά της εποχής) κι οι υπόλοιποι προσπάθησαν να κολυμπήσουν στα βαθιά νερά, όπου έπεσαν τσιτσίδι.

Αν κι ο Καπετάνιος βυθίζεται με το καράβι του- έτσι λέγεται ότι έγινε στον Τιτανικό- ο Κάπτεν Εδουάρδος Γιαν Σμίτ δεν υπήρχε περίπτωση να βουλιάξει για ένα σαπιοκάραβο. Έτρεξε να σώσει το τομάρι του ακόμα μια φορά –μασουλούσε και τις φράουλες παράλληλα, ξεχνώντας την αντρική τιμή του, τον όρκο των θαλασσινών και την υστεροφημία του. Άλλωστε μέσα του ήξερε κι ο ίδιος το ποιόν του. Το πλοίο έφτασε στον πάτο, εκεί που δεν υπάρχει πιο κάτω, έσπασε στα δυο, κάποιοι πνίγηκαν, κάποιοι σώθηκαν… Τι σημασία είχε πια; Για ένα όνομα ζούμε!

No comments:

Post a Comment

Any comments?