27.4.11

Ένα Πάσχα, μα τι Πάσχα! Vol 2


Στέκομαι από μακριά με το μπουφάν, περίπου στα τέσσερα μέτρα.  Με το μπουφάν βρε διάολε, με τον κωλόκαιρο φέτος που συνωμότησε να με εξοντώσει ψυχολογικά. Όλο το χρόνο περίμενα αυτές τις τέσσερις ημέρες.  Θεατής σε κακή παράσταση, σε κάτι τόσο γνώριμο αλλά και ξένο, σα να πέρασε τουλάχιστον μια δεκαετία από την τελευταία φορά, την τελευταία που ένιωσα γεμάτη. Το Μεγάλο Σάββατο είχα κατάθλιψη, δεν ήξερα αν θέλω να γυρίσω στην Αθήνα ή όχι. Το μόνο που ήξερα, είναι ότι θέλω κάτι ή κάποιον να με ξελογιάσει ξανά…  Άντε μου στο διάολο λέω εγώ, και να γυρίσω που; Στο τίποτα;

(λίγες ώρες πριν….) Είμαστε στην Ανάσταση, ο αέρας κοντεύει να μας πάρει και να μας σηκώσει, η αληταρία προβάρει τα βαρελότα και τα παιδάκια περιμένουν ανυπόμονα με τις πολύχρωμες λαμπάδες. Επιτέλους, σταμάτησα να νιώθω κενή και γαλήνια, που τόσο το είχα βαρεθεί.

 (λίγες ώρες ακόμα πιο πριν)Καθόμαστε στο σαλόνι και περιμένουμε να πλησιάσει η ώρα για να πάμε στην Εκκλησία. Για να περάσει πιο ευχάριστα η βαρετή αναμονή, ξεθάβω κάτι χειρόγραφα του Οκτωβρίου. Αρχίζω να διαβάζω φωναχτά κι η Κλαίρη κάθεται σιωπηλή, almost συγκινημένη. Από μέσα μου επαναλαμβάνω «Α-ΣΤΑ-ΔΙΑΛΑ-Α-ΣΤΑ-ΔΙΑΛΑ» αλλά στο τέλος συγκινούμαι κι εγώ. Καμιά φορά έχεις τόση ανάγκη να ακούσεις κάποιον στο τηλέφωνο, ακόμη κι όταν δεν έχεις να πεις τίποτα. Οι  περισσότεροι άνθρωποι θα κωλώσουν να σε πάρουν όταν σε σκεφτούν έντονα, γιατί έχετε καιρό να μιλήσετε κι όπως είπαμε, τι είχατε να πείτε; Για τον καιρό; Η αντικανονική συμπεριφορά μου όμως δεν με αφήνει να ησυχάσω. Είναι και γιορτές, κάτι θα βρεις να πεις βλαμμένη. «Κορόνα ή γράμματα;» αποφασίζει η Κλαίρη. Φυσικά, χάνω και δεν μου επιτρέπεται να τηλεφωνήσω, έχω και παρέα, θα ξεχαστώ, θα ξεσυγκινηθώ. Λίγο μετά δεν έχω πια παρέα γιατί η Κλαίρη μπαίνει για μπάνιο. Πόση ώρα είναι εκεί μέσα; (λίγα δευτερόλεπτα, αλλά μοιάζουν αιώνας άμα μου κολλήσει κάτι στο μυαλό). Ήταν αδύνατο να αντισταθώ, στο τέλος πήρα (η Ειρήνη γελάει τώρα…).

Με έχει πιάσει υπερένταση κι ο παπάς δεν λέει να τελειώνει. «Με ποια σειρά γίνονται;» ρωτάω έκπληκτη τη μητέρα, ενώ η φανατισμένη Εβραία έχει σηκωθεί στις μύτες των ποδιών της να δει αν ήρθε επιτέλους το Άγιο Φως. «Σαράντα αεροπλάνα ξεχύνονται στην Ελλάδα για να μοιράσουν το Άγιο…» πάει να πει η μητέρα και ξαφνικά  «ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ!», τραγουδάει ο πάτερ. Που πήγε το φως; Οεο; Ωραίο το κολπάκι για να μας κρατήσουν κι άλλο, αλλά δεν μασάμε. Την ώρα που ετοιμαζόμαστε να φάμε τις λαμπάδες μας, έρχεται και το Άγιο κατά πάνω μας. Ανάψαμε και σβήσαμε εκατό φορές με τον αέρα τον δαιμονισμένο κι ένα βήμα πριν την πόρτα του σπιτιού, τσάφ! Ξανασβήνει. Και τι θα πάμε τώρα στον παππού; Αέρα κοπανιστό;αναρωτιέται η μητέρα. «Μην αγχώνεστε! Εγώ το έχω ακόμα το Άγιο…» λέω πονηρά και ξεφυσάω τον καπνό από το στόμα μου. Κι όμως, το ξέρατε ότι μια γόπα είναι ο καλύτερος  τρόπος να μεταφέρετε το «Άγιο Φ» σπίτι σας, όσο και να λυσσομανάει και να φυσάει; Το έκανα το θαύμα μου η βλάσφημη (πλην πανέξυπνη εφευρέτης και μετά την ψώνισα τη βάρκα).

«Και μια και δυό»… λέει ο παππούς, παίρνει των ομματιών του και φεύγει. «Τι εννοεί; Τι μια και δυό; Μια δυο τρείς κι ο Χατζιπετρής;», ρωτάω. Αν κι από μικρή την άκουγα την έκφραση, ακόμα με παραξένευε. «Και μια και δυό… Και τρείς κι οχτώ!» λέει η Κλαίρη καθαρίζοντας τα σοφιστικέ γυαλιά της. Και τώρα, πρέπει να διασκεδάσουμε…

Με το μπουφάν στα τέσσερα μέτρα επαναλαμβάνω και βαριέμαι τόσο, που δεν θα κάνω copy paste την πρώτη παράγραφο… 

2 comments:

  1. και μετά αναρωτιέμαι τί στα διάλα καπνίζεις...
    χα! #bingo

    ReplyDelete
  2. mon Dieu, to megalo sok 8a pa8eis san me deis ki akouseis apo konta...

    ReplyDelete

Any comments?