27.4.11

Ένα Πάσχα, μα τι Πάσχα! Vol1


Αυτό το Πάσχα στην Πάρο, αυτές τις Άγιες Μέρες, το αμαρτωλό "Α-ΣΤΑ-ΔΙΑΛΑ" ακούστηκε πολλές φορές απο τις δυο βρωμόστομες... Κι αυτό είναι μόνο ένα απο τα πολλά που ακούστηκαν...

Όλα ξεκίνησαν την Μεγάλη Τετάρτη, κατά τις 5 το πρωί. Με τόση γκαντεμιά τριγύρω, έπρεπε να είμαι σίγουρη ότι θα  μπω σε αυτό το πλοίο. Ξύπνησα πέντε λεπτά πριν το ξυπνητήρι και με κλειστά τα μάτια κάλεσα ταξί, έβαλα τον Τζέρυ στη βαλίτσα του κι ό,τι έβρισκα μπροστά μου από ρούχα… Έφτασα στο πλοίο μια ώρα νωρίτερα από την αποχώρηση- τι διάολο, δεν θα βρω να κάτσω; Όχι, δεν θα βρω, εκτός ότι η οικονομική κρίση δεν εμπόδισε κανέναν να επιβιβαστεί,  μια εκατοσταριά γέροι και γριές είχαν καταλάβει όλες τις πιθανές θέσεις, σαλόνι, διαδρόμους, καρέκλες. Μα από τι ώρα έρχονται επιτέλους;

Και που πήγε ο ήλιος που μου χρωστάει η ζωή; Όλο το νησί σκεπαζόταν με μαύρα σύννεφα, έβρεχε καταρρακτωδώς, σκοτείνιασε από τις 5 το απόγευμα κι εγώ επιδόθηκα σε τουρνουά μπιρίμπας, αφού κάθε άλλη δραστηριότητα θα ήταν δώρο άδωρον.  Την επόμενη ημέρα ήταν κάπως καλύτερα, κατέβηκα στο χωριό για καφέ και έβγαλα το μπλοκάκι μου να σημειώσω όλες τις αλλαγές που παρατηρούσα. Η μπουγάδα της Χιονάτης με τα σώβρακα των επτά νάνων πάντως, ήταν στη θέση της, το Καρίνο κι ο Κωνσταντίνος ήταν εκεί, μαζί με τη Διευθύντρια, το Μηχανόβιο, την Ψυχολόγα και τους λοιπούς θαμώνες. Λίγο μετά, ο μέσος όρος ηλικίας κατεβαίνει, έρχεται το μεσημέρι κι η επέλαση των sharkόβιων. Αρχίζω την αντίστροφη μέτρηση και κατά τα μεσάνυχτα παραλαμβάνω την Κλαίρη από το λιμάνι. Πατάμε γκάζι για Νάουσα, μπουκάρουμε στο στέκι μας και καταβροχθίζουμε τα ποτά μας. Ένας τύπος κοιτάζει επίμονα την Κλαίρη, λίγο χαζολογάει, μετά βίας  συστήνεται, συνεχίζει να κοιτάει.

 «Τι σκατά παίζει με αυτούς τους άντρες;», με ρωτάει η Κλαίρη την επόμενη ημέρα στον καφέ. «Τι να σου πω κι εγώ, πάντως κοίταζε…» απαντάω προβληματισμένη. Ακούω αστραπές και βροντές, κοιτάζω τον ουρανό, καταγάλανος. Η σύγχυσή της θα ήταν εκείνο το εκκωφαντικό μπουμπουνιτό. «Εεεεμα, κοιτάει και ξανακοιτάει και λοξοκοιτάει και στραβοκοιτάει…Αι στο διάολο πια!». Θα μπορούσε να προσθέσει «Γεμίσαμε φλώρους», που λέει κι η Verdana. Πολύ κοίταγμα βρε παιδί μου, θα ματιαστούμε.

Το επόμενο βράδυ έχουν έρθει κιόλας τα πάνω κάτω, η μοίρα μου η μαύρη δεν μπορεί να μου συγχωρέσει το πόσο τέλειο ήταν το καλοκαίρι που μας πέρασε κι έπρεπε να μου ….την ψυχολογία. Άλλη μουσική, άλλος κόσμος, άλλη φάση… Και μια γκόμενα στραβομουτσιασμένη στραβοκοιτάει με όλη την έννοια της λέξης, φασώνει τον γκόμενό της με ανοιχτά μάτια, μη και χάσει επαφή. Τι κοιτάς μωρή; Μη σου κλέψουμε τον φλώρο; «Αι στο διάολο πια! Είναι και Άγιες Μέρες!» συμπληρώνω. Τι έπαιζε με την πάρτη της δεν έχω καταλάβει. Τον τελευταίο καιρό όλες οι γκόμενες που συνοδεύονται  με κοιτάνε με μίσος, κομπλεξικές! Να μου πεις, έχουν μείνει τόσοι λίγοι άντρες στην πιάτσα – και οι περισσότεροι ίσα που περνάνε το 5- που όσες καπάρωσαν κανέναν κάθονται στο σβέρκο του και τον κλωσάνε. Παλιοκότες! Φραγκόκοτες!

«Πάμε αλλού… Έλεος!» και φεύγουμε. Καθόμαστε σαν τις άδικες κατάρες για μια μπύρα, θα προλάβουμε και τον Επιτάφιο της Νάουσας που βγαίνει σε πρόγραμμα after, κατά τη 1.30. Η καινούργια σερβιτόρα είναι φουλ ψαρωμένη – δεν μας στραβοκοιτάζει, μάλλον δεν θα έχει γκόμενο! Μαζί με τις μπύρες φέρνει κι ένα μπολάκι τσιπς. Εδώ είμαστε… «Σας παρακαλώ κυρία μου! Πάρτε τα τσιπς από μπροστά μου! ΕΧΕΙ ΛΑΔΙ ΤΑ ΤΣΙΠΣ!» της λέω σοβαρή κι αρχίζω να στραβοκοπιέμαι σα φανατισμένη θεούσα. Ψάρι… Τα άρπαξε κι άρχισε να τρέχει!


No comments:

Post a Comment

Any comments?