26.12.10

Το κοριτσάκι με τα σπίρτα (chapter 4)

Τα περισσότερα από τα σπίρτα είχαν βραχεί από το χιόνι, απ΄ όταν το κορίτσι σύρθηκε πάνω στον τενεκέ, εκείνον που είχε αφήσει τα παπούτσια της. Όμως το «σε λίγο» δεν μπορούσε να περιμένει άλλο. Το πρώτο σπίρτο άναψε. Ήταν από εκείνα, τα μακριά σπίρτα με τη ροζ μυτούλα, θα είχε χρόνο να ζεσταθεί. Και ξάφνου της ήρθε μια εικόνα… Θα ήταν τεσσάρων ετών, το πολύ πέντε, όταν η γιαγιά της την έβαλε να σβήσει κεράκια γενεθλίων. Θυμάται να κάνει μια ευχή… Γιατί όχι, να μην έκανε ευχή και με ένα σπίρτο.
Έκλεισε τα μάτια και χωρίς να βγάλει άχνα, μέχρι και την αναπνοή της κρατούσε  ευχήθηκε μέσα από την καρδιά της, να βρισκόταν μέσα στο μεγάλο σπίτι, μαζί με την κυρία, να πίνανε ζεστό τσάι και να βουτούσαν φρέσκα μπισκότα στο ρόφημα. Το τσάι θα έπρεπε να έχει και μιάμιση κουταλιά μέλι, να γλυκαίνει τον ουρανίσκο, να ζεσταίνει την καρδιά. Η ευχή, άρχισε να γίνεται φαντασίωση και τώρα, ένιωθε την άκρη της γλώσσας της να τσουρουφλίζεται λίγο από το καυτό τσάι. Μύριζε υπέροχα αυτό το τσάι… Μύριζε, αλλά τίποτα στη φαντασία της δεν είχε πραγματικά γεύση. Μα πως γινόταν; Γιατί δεν μπορούσε να μιμηθεί πως γεύεται κάτι ζεστό, γλυκό και όμορφο; Το κάψιμο έφυγε από τη γλώσσα και έφτασε στα δάχτυλα. Το σπίρτο κόντευε να σβήσει, είχε φτάσει στο τέρμα του. Το κορίτσι το φύσηξε δυνατά, το πέταξε μακριά του και έτριψε τα δαχτυλάκια του, που είχαν καεί λιγάκι. «Ωραία ήταν!», σκέφτηκε κι αμέσως έψαξε να ανάψει άλλο ένα.
Τώρα φανταζόταν να ζούσαν οι γονείς της κι οι τρείς τους να παίζανε πάνω σε ένα χοντρό λευκό χαλί, μπροστά από το τζάκι. Μιας που δεν τους είχε δει ποτέ, τους φανταζόταν όπως ήθελε. Ο πατέρας της ήταν λεπτός, ψηλός, όμορφος άνδρας, με καλοσυνάτα μάτια και λακκάκια στα μάγουλα. Θα της χάιδευε τα μαλλιά τρυφερά και θα της πείραζε τη μυτούλα. Το γέλιο του ίσα που θα ακουγόταν. Θα φορούσε όμορφα και καθαρά ρούχα, κατά προτίμηση γαλάζιο πουκάμισο, που οι γιακάδες αγκαλιάζουν το μάλλινο πουλόβερ, το πουλόβερ δεν θα είχε σημασία τι χρώμα είχε. Η μητέρα της, θα είχε μακριά, μπουκλωτά μαλλιά, που θα μύριζαν λουλούδια. Θα έπεφταν μπροστά στο πρόσωπό της, χαϊδεύοντας τα ροδαλά της μάγουλα, ροδαλά από το κρασί και τη ζέστη. Και θα ήταν ντυμένη με ένα όμορφο βελουδένιο φόρεμα, βελουδένιο σαν την επιδερμίδα της. Θα  αγκάλιαζε την μικρούλα αφού θα είχαν και τηλεόραση, ναι, σίγουρα θα είχαν, θα μπορούσαν να δούνε μαζί μια ταινία, μια χριστουγεννιάτικη, χαρούμενη ιστορία. Το κοριτσάκι είχε ξαπλώσει στο λευκό χαλί, μα οι γονείς της δεν ήταν πια εκεί και δεν έκανε πλέον ζέστη. Άνοιξε τα μάτια, το σπίρτο είχε σβήσει κι εκείνη είχε πέσει από το πεζούλι κάτω, στο χιόνι, που από το πάχος, έμοιαζε με λευκό χαλί.
Το τρίτο σπίρτο δεν άργησε να ανάψει, μόνο που αυτή τη φορά το κορίτσι κράτησε τα μάτια του ανοιχτά. Κοίταζε τη φλόγα επίμονα, σαν κάτι να περίμενε να δει. Σα να περίμενε ένα θαύμα να συμβεί μπροστά στα μάτια της. Και τότε, μέσα από τη μικρή πορτοκαλί φλόγα, εμφανίστηκε η γιαγιά της! «Γιαγιά μου!» είπε κατενθουσιασμένη. Η γιαγιά χαμογέλασε και  πριν προλάβει να μιλήσει το σπίρτο έσβησε. «Ααα, όχι!» είπε το δυστυχισμένο. Λίγα σπίρτα είχαν απομείνει, αλλά ήλπιζε πως η γιαγιά θα ξαναεμφανιστεί. Άρχισε να τα ανάβει, το ένα μετά το άλλο, περίμενε ανυπόμονα, κάποια της έπεσαν από τα χέρια κι έσβησαν μόνα τους πάνω στο παγωμένο χιόνι, άλλα τα φύσαγε ο άνεμος κι όταν πια είχε μείνει μόνο ένα, στεγνό αλλά τελευταίο, το κοριτσάκι αναστέναξε και έχασε τις ελπίδες του. Θα περίμενε να καταλαγιάσει για λίγο ο άνεμος πριν να το ανάψει. Δεν έπρεπε με τίποτα να χάσει την ευκαιρία να δει τη γιαγιά της.
Πράγματι, έκανε υπομονή και τώρα είχε έρθει η ώρα να δοκιμάσει μια τελευταία φορά, πάνω που άλλαζε ο χρόνος. Κράτησε σφικτά το σπίρτο στο αριστερό της χέρι και το έσυρε πάνω στο άδειο πια σπιρτόκουτο, κοφτά αλλά προσεκτικά. Το σπίρτο άναψε, τα μάτια του κοριτσιού δάκρυσαν και έλαμψαν στο σκοτάδι, «Γιαγιά;» είπε για να την καλέσει. Σε ολόκληρη την πόλη τα φώτα έσβησαν κι άναψαν στιγμιαία, ο ουρανός γέμισε πυροτεχνήματα, πολύχρωμα και φαντασμαγορικά, ακριβώς πάνω από το λιμάνι.
Το κορίτσι λιποθύμησε. Ο πυρετός τώρα έτρωγε όλο το κορμί της, ήταν τόσο ζεστή που θα έλιωνε και το χιόνι, πάνω στο οποίο ήταν ξαπλωμένη. Κι ενώ τα μάτια της ήταν κλειστά, έβλεπε τη γιαγιά να τη σηκώνει στα χέρια, να τη ζεσταίνει με ένα ριχτάρι, που συνήθως τύλιγε τους ώμους της και με έναν τρόπο μαγικό, να πετάνε μαζί, ψηλά, στον ουρανό. Τα μάτια του κοριτσιού άνοιξαν, αντίκρισε τη γιαγιά της και χαμογέλασε γλυκά. «Τι θες να σου δείξω από αυτό τον κόσμο;», τη ρώτησε η γιαγιά. «Θέλω να δω έναν ευτυχισμένο άνθρωπο», απάντησε εκείνο γεμάτο λαχτάρα, «Θέλω να δω, πως είναι να είσαι ευτυχισμένος…».
Όλο το βράδυ, από τα μεσάνυκτα και μετά, ο κορίτσι χαροπάλευε. Πλέον είχε ξημερώσει κι ο κόσμος ήταν στους δρόμους, όλα ήταν γιορτινά.  Η γιαγιά άρχισε να δείχνει στην εγγονή της διάφορους περαστικούς, που δεν είχαν τίποτα διαφορετικό από τους υπόλοιπους, τίποτα ξεχωριστό από αυτό που ήδη ήξερε το κορίτσι. Άλλοι ήταν κοντοί, άλλοι ψηλοί, κάποιοι είχαν οικογένεια, κάποιοι άλλοι ήταν μόνοι. Ήταν άντρες, γυναίκες, νέοι, γέροι, πολύ γέροι, πολύ νέοι. Μεσοαστοί, μικροαστοί, πλούσιοι. Δεν είχαν τίποτα κοινό μεταξύ τους. Αυτοί οι άνθρωποι, ήταν ευτυχισμένοι, χωρίς να φαίνεται από εκεί ψηλά που τους παρατηρούσαν. «Δεν καταλαβαίνω, τι τους κάνει ευτυχισμένους;», ρώτησε το κοριτσάκι. Η γιαγιά δεν ήξερε να απαντήσει, της είπε μόνο, «μου ζήτησες να σου δείξω ευτυχισμένους ανθρώπους, όχι την ευτυχία τους… Αυτή δεν μπορεί κανείς να τη δει, ούτε καν αυτοί που την έχουν!».
Όταν το ταξίδι με τη γιαγιά είχε τελειώσει, το κοριτσάκι είχε ξεψυχήσει στο δρόμο, δίπλα από το μεγάλο σπίτι. Η τελευταία της σκέψη, ήταν «γιατί εγώ να μη ζήσω ευτυχισμένη;», μη μπορώντας να καταλάβει γιατί, τόσα παιδιά πάνω στον κόσμο ζουν πραγματικά δυστυχισμένη ζωή και πεθαίνουν χωρίς τίποτα να έχει αλλάξει. Και φυσικά, ο κόσμος συνέχισε να γυρίζει, οι άνθρωποι να περπατάνε, κανείς να μη σταματά, ο χρόνος να μη σταματά και να μη γυρίζει πίσω… Και πολλοί από αυτούς που προσπερνούσαν αδιάφορα το κορίτσι, να μη ξέρουν πόσο ευτυχισμένοι είναι.
ΤΕΛΟΣ 

No comments:

Post a Comment

Any comments?