25.12.10

Το κοριτσάκι με τα σπίρτα (Chapter 3)

Tώρα απέφευγε να κοιτάξει κάτω, απέφευγε να ακολουθεί τη σκιά της, να μη βλέπει τα γυμνά πόδια της. Ήθελε να ξεγελάσει τον εαυτό της, να προσποιηθεί πως φοράει τα πιο ζεστά παπούτσια, με τις πιο χοντρές μάλλινες κάλτσες. Έφτασε μπροστά από ένα σπίτι με φως. Το βλέμμα της αποσπάστηκε από τα λαμπάκια του χριστουγεννιάτικου δέντρου που τρεμόπαιζαν. Δεν μπορούσε και πάλι να δει μέσα, γιατί το παράθυρο είχε μια λευκή κουρτίνα που έκρυβε το σαλόνι. Δεν ακουγόταν τίποτα και δεν μύριζε καθόλου φαγητό. Μύριζε όμως πολύ έντονα το έλατο. Το κοριτσάκι θυμόταν αυτή τη μυρωδιά. Θυμόταν, να περπατάει με τη γιαγιά της στους δρόμους και να βλέπει πεταμένα έλατα δίπλα από τα σκουπίδια. Έλατα ξεραμένα, που πριν λίγες ημέρες, πριν τα πετάξουν, οι άνθρωποι τα στόλιζαν με αγάπη. Κι αυτό το έλατο εκεί θα κατέληγε. Ξεγυμνωμένο, όπως τα πόδια του μικρού κοριτσιού, παρατημένο, μόνο, έξω στο κρύο.

Συνέχισε να περπατάει και τώρα βρέθηκε μπροστά από μια μπαλκονόπορτα τραπεζαρίας. Οι κουρτίνες ήταν τραβηγμένες κι έτσι μπορούσε να δει ολοκάθαρα την οικογένεια που γευμάτιζε. Ο πατέρας, έτρωγε αμίλητος και σκυθρωπός. Η μητέρα, φρόντιζε να γεμίζει τα πιάτα και τα ποτήρια. Έκοβε το φρέσκο λαχταριστό ψωμί. Η κόρη, πρέπει να ήταν στην ηλικία της, το πιάτο της ήταν ανέγγιχτο. Κρατούσε στα χέρια της ένα κινητό τηλέφωνο, σαν όλος ο κόσμος της να βρισκόταν εκεί μέσα. Το ακούμπαγε στο τραπέζι, κοιτούσε συνέχεια την οθόνη, ύστερα το ξαναέπιανε και πάταγε τα κουμπιά με ιλιγγιώδη ταχύτητα. Μα γιατί δεν έτρωγε; Γιατί δεν πεινούσε; Αναρωτιόταν το κοριτσάκι. Ο μικρός της οικογένειας, ο γιός, έπαιζε με το φαγητό του ανέμελος. Έκανε τη ψίχα του ψωμιού σφιχτούς βόλους και τους πέταγε στην αδερφή του για παιχνίδι. Εκείνη δεν του έδινε σημασία. Ύστερα, το αγοράκι, ανακάτευε το φαγητό του, όχι για να το φάει, αλλά για να περάσει η ώρα, να φτάσει επιτέλους η ώρα δώδεκα, να ανοίξουν τα καινούργια παιχνίδια. Ο πατέρας νευρίασε με το παιχνίδι του μικρού παιδιού. Σηκώθηκε όρθιος και χτύπησε το χέρι του πάνω στο τραπέζι. Άρπαξε το πιάτο του μικρού, και το άδειασε στα σκουπίδια της κουζίνας. Το κοριτσάκι με τα σπίρτα βούρκωσε. Αν δεν ήταν παραμονή πρωτοχρονιάς, υπήρχε ελπίδα να πετάξουν τα σκουπίδια έξω το ίδιο βράδυ κι έτσι, θα μπορούσε κι εκείνο να φάει κάτι. Αλλά απόψε, κανείς δεν θα έβγαινε από το σπίτι. Αχ, πόσο πολύ πεινούσε η καημενούλα…

Αφηρημένη, είχε πλησιάσει πολύ στο τζάμι. Τόσο πολύ, που η ανάσα της δημιούργησε μια θολή κηλίδα. Η κηλίδα μεγάλωσε και σε λίγο το κοριτσάκι δεν μπορούσε πια να δει μέσα στο σπίτι. Κατέβασε στεναχωρημένο τα μάτια του και συνέχισε να προχωράει.

Λίγο παρακάτω, βρέθηκε μπροστά σε μια μονοκατοικία. Το σπίτι ήταν τεράστιο, νεοκλασικό, χτισμένο πάνω στο δρόμο. Εδώ μέσα, σκέφτηκε, πρέπει να μένουν πολύ πλούσιοι. Στην πρόσοψη το σπίτι φαινόταν κατάκλειστο. Όταν όμως κοίταζες από το πλάι, μπορούσες να δεις μέσα, με κάθε λεπτομέρεια. Το παράθυρο ήταν πολύ μεγάλο, αλλά βρισκόταν σχετικά ψηλά, στο ένα μέτρο. Η μικρή, δεν το έβαλε κάτω. Ανέβηκε εύκολα πάνω στο μαρμάρινο πεζούλι για να παρακολουθήσει τι γίνεται εκεί μέσα. Το σπίτι ήταν ψηλοτάβανο, το πάτωμα μαρμάρινο, τα περισσότερα έπιπλα πανάκριβες και συλλεκτικές αντίκες. Στους τοίχους, ήταν κρεμασμένοι μεγάλοι πίνακες ζωγραφικής, πλαισιωμένοι από πανάκριβα κάδρα. Δεξιά στο βάθος, ήταν μια μεγάλη ξύλινη σκάλα. Τα χαλιά φαίνονταν μεταξένια, σαν ποτέ να μην είχε πατήσει άνθρωπος πάνω τους. Πάνω από το τζάκι, ήταν στολισμένο ένα πορσελάνινο βάζο με χρυσά σχέδια, όμορφο σαν κόσμημα. Το τραπέζι της τραπεζαρίας μακρύ, ξύλινο, επιβλητικό. Οι καρέκλες σκαλιστές, με ψηλές πλάτες, σχεδόν βασιλικές. «Πρέπει να είναι πολύ πλούσιοι αυτοί εδώ… Τι όμορφο σπίτι! Τι ευτυχία!», έλεγε μέσα από τα δόντια της. Όμως γιατί δε γιορτάζουν; Τίποτα δεν παρέπεμπε σε χριστουγεννιάτικη γιορτή. Δεν υπήρχε ούτε έλατο, ούτε ένα τόσο δα μικρό στολιδάκι. Και δεν ζούσε μέσα στο σπίτι καμία τρισευτυχισμένη, όπως φανταζόταν η μικρούλα, οικογένεια.

Στο τραπέζι, καθόταν μια γυναίκα, πολύ μεγάλη σε ηλικία, πολύ πιο μεγάλη κι από τον ψαρά του καταυλισμού. Φορούσε μαύρα ρούχα και χρυσά κοσμήματα. Πολλά κοσμήματα! Ήταν τόσο στολισμένη, όσο κι ένα χριστουγεννιάτικο δέντρο. Τα ζαφείρια στα σκουλαρίκια της, ήταν μεγαλύτερα κι από το λοβό του αφτιού. Στα δάχτυλα φορούσε δυο ή τρία δαχτυλίδια με ακριβές πέτρες και πολλά μπριγιάν. Η κυρία, έτρωγε μόνη της, μόνη της σε ένα τεράστιο τραπέζι, μέσα σε ένα τεράστιο σπίτι. Έπινε λίγο κόκκινο κρασί και συνέχιζε να τρώει «αριστοκρατικά», χωρίς ιδιαίτερη όρεξη. Σε ποιον θα έλεγε «Καλή Χρονιά» όταν θα άλλαζε ο χρόνος; Το κοριτσάκι τη λυπήθηκε. Δεν το χώραγε το μυαλό της, πως μια τόσο πλούσια γυναίκα, μπορεί στα γεράματά της, να μοιάζει τόσο, μα τόσο μόνη. Πρέπει να ήταν χήρα, γι’ αυτό φορούσε μαύρα. Και τα παιδιά της; Δεν θα είχε παιδιά… Κι ακόμα κι αν είχε, θα την είχαν εγκαταλείψει, θα βρίσκονταν με τις δικές τους οικογένειες και θα την είχαν ξεχάσει. «Τι κρίμα!» σκέφτηκε το κορίτσι. Τότε της ήρθαν στο μυαλό, τα λόγια της μελλοθάνατης γυναίκας, που ζούσε σε εκείνη την τρύπια κούτα. «Καλύτερα να πέθαινε, παρά τέτοια ζωή!».

Το κοριτσάκι είχε μείνει ακίνητο για ώρα, παρατηρώντας την ηλικιωμένη. Το σώμα της είχε παγώσει πάλι. Όμως δεν είχε πια δύναμη να περπατήσει. Κι αφού κανένας δεν θα αγόραζε σήμερα από τα σπίρτα της, της φάνηκε καλή ιδέα να ανάψει ένα για να ζεστάνει τα χέρια της. Στην αρχή δίστασε. Φοβόταν μη γλυκαθεί από τη θέρμη της φλόγας και δεν μπορέσει να συνηθίσει ξανά το κρύο. Έτσι, θα έπρεπε να τα ανάψει όλα σιγά, σιγά και μετά θα έμενε χωρίς σπίρτα. Κι αν όμως δεν το έκανε, θα πέθαινε από το κρύο στο τέλος. «Σε λίγο, μπορώ να αντέξω λίγο ακόμα…» αποφάσισε. Συνέχισε να κοιτάζει τη μελαγχολική ηλικιωμένη. Αφού ήταν μόνες τους και οι δυο, ένιωθε οτι την είχε παρέα. Μπορούσανε για λίγο ακόμα να είναι μαζί, ακόμα κι αν τις χώριζε ένα τζάμι. Ίσως και να της θύμιζε λιγάκι τη γιαγιά της, γι’ αυτό της φάνηκε συμπαθής. Σε λίγο όμως, η γυναίκα σηκώθηκε από το τραπέζι, άρχισε να σβήνει ένα ένα τα κεριά, ανέβηκε τη μεγάλη σκάλα και εξαφανίστηκε. Μα πως είναι δυνατό! Πήγε να κοιμηθεί πριν αλλάξει ο χρόνος! Σα να μη την ένοιαζε, σα να μη σήμαινε τίποτα για αυτή. Κι έτσι, το κοριτσάκι βρέθηκε και πάλι μόνο του.

No comments:

Post a Comment

Any comments?