22.12.10

Το κοριτσάκι με τα σπίρτα (chapter 2)

Λίγο πριν τις δώδεκα, ο καταυλισμός των αστέγων σκεπάστηκε από σιωπή. Κανείς δεν είχε διάθεση να κοιτάξει τα πυροτεχνήματα στον ουρανό, ή να ανταλλάξει τα χρόνια πολλά με τον διπλανό του. Το κοριτσάκι με τα σπίρτα ένιωθε μοναξιά, σιγά σιγά, ξετρύπωσε από εκεί που κρυβόταν. Θα τολμούσε να βγει στους κεντρικούς δρόμους, να περπατήσει μόνη της, να δει τα πυροτεχνήματα, να δει πως διασκεδάζουν οι άλλοι άνθρωποι την άφιξη του νέου έτους. Δεν θα ζήλευε τα ευτυχισμένα πρόσωπά τους. Είναι ελπιδοφόρο να υπάρχουν ευτυχισμένοι άνθρωποι κάπου. Μπορεί κάποτε κι εκείνη να κατάφερνε να μπει σε ένα σπίτι, να κάνει τη δική της οικογένεια, να έχει τα δικά της ζεστά ρούχα κι ένα φτωχικό, αλλά ζεστό πιάτο φαί.
Οι δρόμοι ήταν άδειοι. Κάθε παραμονή Πρωτοχρονιάς, λίγο πριν αλλάξει ο χρόνος ο τόπος ερημώνει. Όλοι θέλουν να βρίσκονται με τις οικογένειές τους, κανείς δεν θέλει να είναι μόνος του. Με το περπάτημα, ζεστάθηκε λίγο μέσα της, αν και τα βρεγμένα παπούτσια έκαναν τα βήματά της βαριά, τα δάχτυλα των ποδιών της ξύλινα, άκαμπτα.  Θα περπατούσε κάμποση ώρα, μέχρι που έφτασε σε μια καλή γειτονιά του Πειραιά. Εκεί που δεν τολμούσε κανείς από τους άστεγους να πατήσει το πόδι του,  γιατί σε αυτό το μέρος, ένιωθαν τελείως παρείσακτοι. Το κοριτσάκι όμως,  ήθελε να δει πως ζούνε αυτοί οι άνθρωποι. Προσπαθούσε να καταλάβει, γιατί εκείνοι αξίζουν μια καλή ζωή, ενώ εκείνη ήταν τόσο άτυχη.
Τα σπίτια ήταν στολισμένα με αμέτρητα λαμπιόνια, το φως στο δρόμο ήταν σχεδόν εκτυφλωτικό. Ήταν τόσο φωτεινά, που δημιουργούσαν την ψευδαίσθηση της ζέστης. Τα αυτοκίνητα, αμέτρητα, παρκαρισμένα στη σειρά. Τα τζάμια τους είχαν θαμπώσει από την υγρασία, φαίνονταν παρατημένα. Μα πόσα αυτοκίνητα, αμέτρητα, η κάθε οικογένεια είχε τουλάχιστον ένα, σκεφτόταν το κορίτσι, κι εκείνο δεν είχε ούτε σπίτι! Το πιο εντυπωσιακό στον άδειο δρόμο ήταν οι σκιές, που δημιουργούνταν από τα ψηλά κτίρια. Φαίνονταν σα ζωγραφιές. Κανείς ποτέ δεν τις είχε παρατηρήσει. Συνήθως τα πεζοδρόμια είναι γεμάτα από κόσμο, που περπατάνε βιαστικά, που πατάνε πάνω στις σκιές. Στο δρόμο, τα αυτοκίνητα δημιουργούν μποτιλιάρισμα. Η προσοχή στρέφεται στα νευρικά κορναρίσματα, στα νευριασμένα πρόσωπα των οδηγών, στα αποτσίγαρα που πέφτουν βροχή από τα παράθυρα. Το κοριτσάκι περπατούσε καταμεσής του δρόμου, για μια στιγμή της φάνηκε να ακολουθεί τη σκιά της. Τώρα το βλέμμα της ήταν στραμμένο στο έδαφος, όχι στα στολισμένα σπίτια.
Όπως προχωρούσε, άρχισε να ακούει μια δυνατή μουσική, γέλια, ομιλίες. Γινόταν γιορτή σε κάποιο από αυτά τα σπίτια. Κάποιοι άνθρωποι γελούσαν πιο δυνατά από τους άλλους. Μύριζε ωραία, πολύ ωραία. Το κοριτσάκι μπορούσε να ξεχωρίσει τη μυρωδιά της γαλοπούλας, αν και ποτέ δεν είχε δοκιμάσει τέτοια γεύση. Δεν ήξερε τι είναι αυτό που μυρίζει τόσο όμορφα, αλλά σίγουρα την έκανε να θυμηθεί την πείνα της. «Καλύτερα οι σκιές… Καλύτερα να κοιτάζω τις σκιές..» σκέφτηκε, αλλά η περιέργεια δεν την άφηνε.
Αποφάσισε να πλησιάσει στο παράθυρο, να  κρυφοκοιτάξει μέσα στο σπίτι.  Έπρεπε όμως να προσέξει πολύ, μη τη δει κανείς. Πέρασε στο απέναντι πεζοδρόμιο, άφησε τη μυρωδιά και τη μουσική να την καθοδηγούν. Πάνω στην ώρα, άρχισε ξανά να χιονίζει. Κάθε νιφάδα που έπεφτε πάνω στο πρόσωπό της, έμοιαζε με κόψιμο από χαρτί.  Υποφερτό, αλλά ενοχλητικό.  Τελικά η γιορτή γινόταν στον πρώτο όροφο του γωνιακού κτιρίου. Ήταν αδύνατο να δει μέσα χωρίς να σκαρφαλώσει. Η μυρωδιά τώρα είχε γίνει πολύ έντονη, η επιθυμία της μεγάλωνε. Αποφάσισε να σκαρφαλώσει στο σκουπιδοντενεκέ κι από εκεί στο δέντρο. Το πρώτο, ήταν εύκολο.  Άπλωσε το σώμα της στην επιφάνεια κι ύστερα με όλη της τη δύναμη ανέβασε και τα πόδια. Για να φτάσει όμως το δέντρο, έπρεπε να πηδήξει πάνω από το αυτοκίνητο, που ήταν παρκαρισμένο πάνω στη γωνία. Η απόσταση δεν ήταν πολύ μεγάλη, όμως το κορίτσι δεν είχε δύναμη.  Έκατσε πάνω στον τενεκέ, έβγαλε τα παπούτσια της, άρχισε να τρίβει τα πόδια της με τα χέρια της για να τα ζεστάνει.  Ακούμπησε τα παπούτσια της προσεκτικά στη μια άκρη, θα ήταν πιο εύκολο να γαντζωθεί στο δέντρο με γυμνά πόδια.  Πήρε φόρα και πήδηξε. Πιάστηκε από ένα κλαδί, χτύπησε το κεφάλι της σε ένα άλλο. Τύλιξε τα πόδια της γύρω από τον κορμό του δέντρου και προσπαθούσε να σκαρφαλώσει λίγο πιο ψηλά, για να πατήσει κάπου. Τα χέρια της δεν άντεχαν, ένιωθε όλο της το σώμα να τρέμει από την προσπάθεια. Η ζαλάδα από το χτύπημα στο κεφάλι γινόταν εντονότερη, τα πόδια της από το κρύο σα να παρέλυσαν και χωρίς να το καταλάβει, έχασε όλη της τη δύναμη, κι έπεσε πάνω στο αυτοκίνητο. Ο συναγερμός του αυτοκινήτου άρχισε να σφυρίζει τόσο δυνατά, το κορίτσι τρόμαξε. Ένας κύριος, βγήκε στο μπαλκόνι να δει κι άρχισε να φωνάζει «Ε! Τι κάνεις εκεί αλήτισα; Τι κάνεις στο αυτοκίνητό μου;» και απειλούσε ότι θα κατέβει κάτω. Μαζί του είχαν ξεσηκωθεί κι άλλοι, φωνάζανε και βρίζανε.  Το κοριτσάκι κατατρόμαξε, άρχισε να τρέχει με όλη του τη δύναμη, ούτε τα παπούτσια του δε σκέφτηκε να πάρει.
Η καρδιά της χτυπούσε τόσο δυνατά, που την πονούσε. Κανείς δεν ασχολήθηκε μαζί της, κανείς δεν την κυνήγησε. Όμως είχε απομακρυνθεί πολύ από την περιοχή και φοβόταν να ξαναγυρίσει για να πάρει τα παπούτσια της. Ο πόνος από το κρύο στις πατούσες της ήταν τώρα ανυπόφορος. Το κεφάλι της πονούσε πολύ, σε λίγη ώρα είχε ανεβάσει πυρετό και τουρτούριζε. Έκατσε σε κάτι σκαλάκια,, κουλουριάστηκε, αγκάλιασε τα πόδια της κι άρχισε να κλαίει χωρίς να το ελέγχει. Γιατί να την πουν αλήτισα; Γιατί τέτοια μέρα; Είχε τόσο καιρό να νιώσει πως κάποιος την αγαπά. Το μόνο πρόσωπο που γνώρισε στη ζωή της και την αγαπούσε, ήταν η γιαγιά της. Μα όταν εκείνη πέθανε, έμεινε τελείως μόνη της.  Τους γονείς της δεν τους είχε γνωρίσει, δεν τους θυμόταν, δεν ήξερε σχεδόν τίποτα για αυτούς. Ποτέ ξανά δεν είχε αφήσει τον εαυτό της να τα σκεφτεί όλα αυτά. Ποτέ δεν την είχε πιάσει το παράπονο. Δεν είχε χρόνο για κλάματα, σκέφτηκε. Έπρεπε να συνεχίσει να περπατάει, για να ζεσταθεί, να προλάβει να δει όσα περισσότερα μπορεί πριν αλλάξει ο χρόνος και ξεχυθούν όλοι έξω πάλι, να πάνε σε κέντρα, να διασκεδάσουν. Σκούπισε τα δάκρυά της, σηκώθηκε, τα πρώτα βήματα ήταν δύσκολα, αλλά σε λίγο είχε συνηθίσει και τη ζάλη και το παγωμένο έδαφος (συνεχίζεται)


(chapter 1 στο http://alexiazed.blogspot.com/2010/12/chapter-1.html )

No comments:

Post a Comment

Any comments?