21.12.10

Το κοριτσάκι με τα σπίρτα (chapter 1)

Ήταν Δεκέμβριος του 2010, παραμονή πρωτοχρονιάς. Η πόλη ήταν ασυνήθιστα στολισμένη… από σκουπίδια. Για δέκα ημέρες γινόντουσαν απεργίες και τα απορριμματοφόρα δεν τα καθάριζαν, ολόκληρη η Ελλάδα είχε παραλύσει. Τα φώτα από τα σπίτια ήταν σβηστά, τα πρόσωπα των ανθρώπων χλωμά και κουρασμένα. Η οικονομικές συγκυρίες είχαν κλέψει την άλλοτε λάμψη της Αθήνας. Στην είσοδο του Πειραιά, την πόλη που φιλοξενεί ένα από τα μεγαλύτερα λιμάνια του κόσμου, βρισκόταν εκείνο το εγκαταλειμμένο σπίτι.  Ήταν πολύ παλιό, οι σοβάδες είχαν πέσει από το ταβάνι, τα ξύλα είχαν φαγωθεί από τη βροχή και τον αέρα, οι τοίχοι ήταν ραγισμένοι, από το σεισμό του 1999. Ακόμη και οι άστεγοι, φοβόντουσαν να μείνουν εκεί μέσα, μη τυχόν γκρεμιστεί την ώρα που κοιμούνται. Γιατί άλλωστε, και να θαβόντουσαν κάτω από συντρίμμια, ποιος θα τους βοηθούσε; Κανείς δεν ενδιαφερόταν για εκείνους. Κανείς, δεν ενδιαφερόταν για κανέναν πλέον.
Πίσω από το μεγάλο κτίριο, που στο σκοτάδι έμοιαζε με στοιχειωμένο σπίτι, στον παλιό δρόμο της αγοράς, είχαν στηθεί αμέτρητες κούτες και στρωσίδια. Ένας γέρος βογκούσε στο πάτωμα, το σώμα του είχε παγώσει. Είχε θερμοκρασία νεκρού πριν αγγίξει το θάνατο. Δεν ήταν δα και τόσο γέρος, αλλά τον πρόδιδαν οι βαθιές ρυτίδες στο μέτωπο. Ήταν ψαράς κάποτε, έμενε μέσα στη βάρκα του. Ύστερα όμως, η βάρκα έσπασε πάνω στην προβλήτα, με μια κακοκαιρία κι εκείνος τα έχασε όλα.  Η αλμύρα της θάλασσας και ο ήλιος τον είχαν κάνει να φαίνεται τόσο γέρος.
Ένας άλλος, νέος, αξύριστος άνδρας, με τρομακτικά γαλάζια μάτια κι ένα περίεργο τατουάζ στο λαιμό, άρχισε να του φωνάζει αγριεμένα. Σήκωσε τη δερμάτινη μπότα του κι άρχισε να τον πατάει. Του ζουλούσε την κοιλιά με όλη του τη δύναμη. Ο γέρος  άνθρωπος έκλαιγε σπαρακτικά και τον  παρακαλούσε να σταματήσει. Η κοιλιά του, πρησμένη από την ασιτία, είχε γεμίσει υγρά, γουργούριζε. Ο άνδρας δε σταματούσε, ο σαδισμός του τρεφόταν από τα δάκρια και τα παρακάλια του γέρου. Δεν τον ένοιαζε τόσο να πεθάνει, δεν παρακαλούσε για τη ζωή του. Τον ένοιαζε που γέρος άνθρωπος είχε χάσει εντελώς την ανθρώπινη αξιοπρέπειά του και έκλαιγε σα μωρό παιδί. Τελικά ο άνδρας βαρέθηκε το παιχνίδι του. Τον χτύπησε άλλη μια φορά με τη μπότα στο κεφάλι κι ύστερα χάθηκε στο σκοτάδι.
Μέσα σε μια κούτα, σχεδόν δίπλα από τον καημένο γέρο, έμενε μια γυναίκα. Η μορφή της ήταν αισχρή, δεν έμοιαζε πια με γυναίκα. Τα μάτια της ήταν βαθουλωτά από την αδυναμία, τα κόκαλα της μέσης της τρυπούσαν το δέρμα της όταν ξάπλωνε μπρούμυτα στο σκληρό έδαφος.   Δεν είχε πολλή ζωή μέσα της, τελείωνε. Ήταν τόσο αδύναμη, που δεν της είχε απομείνει ενέργεια ούτε για να γυρίσει από το άλλο πλευρό. Και το κρύο ήταν τόσο τσουχτερό. Πολλοί από αυτούς, τους άστεγους του Πειραιά, ο θάνατος τους είχε πάρει ύπουλα στον ύπνο τους. Ακόμη και νέους, με δυνατά σκαριά, μπορούσε να σταματήσει την καρδιά τους ξαφνικά.
Ο γέρος σταμάτησε να βογκάει. Για μια στιγμή, τους φάνηκε πεθαμένος. Αλλά δεν είχε πεθάνει, ακόμα μαρτυρούσε.  «Καλύτερα να πεθάνει», αναφώνησε η γυναίκα μέσα στην κούτα της, με όση ενέργεια της είχε απομείνει. Ίσως το ίδιο να ευχόταν και για τον εαυτό της. Παρότι βρισκόταν τόσο κοντά, ούτε στιγμή δε δείλιασε, δε φοβήθηκε τον θάνατο. 
Δίπλα στον καταυλισμό, βρίσκονταν τρεις, ή τέσσερις κάδοι απορριμμάτων. Ο ένας, ο μπλε,  ήταν μόνο  για ανακύκλωση.  Οι άστεγοι δεν τον πλησίαζαν ποτέ το μπλε κάδο, ακόμα κι όταν τα σκουπίδια ξεχείλιζαν από αυτόν και πέφτανε στο πάτωμα. Τα ανακυκλώσιμα προϊόντα, δεν τρώγονται, τους είναι άχρηστα. Ίσως, καμιά φορά, να μάζευαν κανένα μπουκάλι άδειο, να το γεμίσουν με νερό.  Οι άνθρωποι που έμεναν στα γύρω σπίτια, φρόντιζαν να κατεβάζουν τα σκουπίδια τους πριν δύσει ο ήλιος. Φοβόντουσαν να πλησιάσουν τη «γωνιά των άστεγων» τη νύχτα. Φοβόντουσαν μη τους κλέψουν, μη τους επιτεθούν. Όμως οι άστεγοι δεν ήταν επιθετικοί, ακόμη κι αυτοί που ήταν τρομακτικοί στην όψη. Όσο για τον άντρα με τον τατουάζ… Μα αυτός, δεν ήταν άστεγος! Αυτός είχε άλλους λόγους να τριγυρίζει εκεί πέρα.
Μια γάτα μπάσταρδη πετάχτηκε από τον πράσινο κάδο. Στο στόμα της είχε αρπάξει το κεσεδάκι από ένα μισοτελειωμένο γιαούρτι.  Άρχισε να τρέχει προς την κούτα της μελλοθάνατης γυναίκας. Η γυναίκα ήταν ξύπνια. Τα νεύρα της ήταν τόσο χαλασμένα από την ασιτία, που δεν μπορούσε να κοιμηθεί εύκολα τα βράδια. Έμενε στο ίδιο σημείο, ασάλευτη, κοιτάζοντας από τη χαραμάδα τα αστέρια.  Τη μισούσε αυτή τη χαραμάδα. Δε την ήθελε ποτέ της. Μια μέρα όμως, ο άντρας με τα τατουάζ χαράκωσε την κούτα της με μαχαίρι, έτσι, για την πλάκα του. Η κούτα σχίστηκε σχεδόν στα δυο.  Για να την κλείσει παιδεύτηκε πολύ. Μάζευε για μέρες πεταμένες τσίχλες από τους δρόμους και κάπως την κόλλησε. Αλλά είχε μείνει ένα μικρό κενό, κι από εκεί, όταν είχε όρεξη, κοίταζε τα αστέρια. Άλλωστε και χωρίς τη χαραμάδα, πάλι κρύο θα έκανε. Η γάτα, άφησε το κεσεδάκι μπροστά στη γυναίκα. Που ξανακούστηκε! Το πιο άπιστο ζώο, να θυσιάζει μια μπουκίτσα γιαούρτι για έναν άνθρωπο.
Το γιαούρτι ήταν ξινισμένο. Αν και κρύο, από τη θερμοκρασία, καταλάβαινες αμέσως ότι έχει μείνει ώρες έξω από το ψυγείο, και είναι χαλασμένο. Μέσα, είχε θροίσματα μπισκότου και πάνω στο πλαστικό, είχε μείνει λίγο μέλι. Τα αποφάγια αυτά, φαινόντουσαν σαν λιχουδιές για τη γυναίκα.  Και γιατί όχι; Είχε συνηθίσει να τρώει φαγητά, που πάνω τους είχαν σβηστεί τσιγάρα. Γνώριζε πως στα αποφάγια που έβρισκε, υπήρχαν σάλια αγνώστων, από μικρά παιδιά, γέρους, ακόμη και από κατοικίδια ζώα. Αλλά δεν είχε περιθώρια να το σκεφτεί δεύτερη φορά. Σήκωσε το μπολάκι κι άριχισε να γλείφει όπως θα έκανε κι η γάτα. Στην αρχή το έγλειφε με λαιμαργία… Πολύ γρήγορα όμως το άφησε κι αυτό, ακόμα και μια τόσο μικρή ποσότητα, απειροελάχιστη για κανονικό άνθρωπο, δεν μπορούσε να την καταφέρει. Πεινούσε και δεν μπορούσε να φάει χωρίς να της έρθει αναγούλα. Είχε κλείσει τελείως το στομάχι της. Ευχαρίστησε τη γάτα με ένα βλέμμα και της παραχώρησε το γεύμα. Η γάτα το αποτελείωσε κι ύστερα κούρνιασε δίπλα της, να τη ζεστάνει.
Πίσω από τους κάδους απορριμμάτων, παρακολουθούσε όλα αυτά τα σκηνικά ένα μικρό κοριτσάκι. Ήταν ορφανό, μόνο του, τα παπουτσάκια του βρεγμένα από το χιόνι, τα χείλη του είχαν γίνει μπλέ από το ανυπόφορο κρύο. Φορούσε μια ζακετούλα μάλλινη, που δεν μπορούσε να το ζεστάνει. Και ένα παντελόνι τζιν, πολύ μεγαλύτερο του μεγέθους της. Κάπου θα το είχε βρει… Θα ήταν περίπου δεκατριών ετών.  Δεν τους ήξερε, δεν ήξερε κανέναν κι ήταν πολύ φοβισμένη από τον άνδρα με το τατουάζ, γι’ αυτό δεν εμφανιζόταν. Κοιμόταν εκεί, πίσω από το μπλέ κάδο, επειδή ήξερε ότι κανείς δεν θα πήγαινε εκεί να ψάξει για τροφή.  Και φοβόταν πολύ, μη της κλέψουν το μοναδικό πράγμα που είχε για να επιβιώσει… Το κοριτσάκι με τα σπίρτα, κρυβότανε καλά... (συνεχίζεται)  

No comments:

Post a Comment

Any comments?