28.11.10

ΕΔΩ ΠΑΠΑΣ, ΕΚΕΙ ΠΑΠΑΣ...

ΞΕΝΑΓΩΝΤΑΣ ΚΑΠΟΙΟΝ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ...
Σάββατο βράδυ: Ψυρρή

«Σκέψου να είσαι ξένος και να σε φέρουν εδώ. Τι θα έλεγες για το κέντρο της Αθήνας; Ότι είναι ωραίο;» με ρωτάει ο φίλος μου αποσβολωμένος. Είχε χρόνια να ανέβει στο κέντρο. Καταρχήν, η μυρωδιά του κέντρου (αφιερωμένη σε αγαπημένο μου πρόσωπο αυτή η παράγραφος, παρά τις διαφωνίας μας περι μυρωδιάς) είναι η ίδια με αυτή της δημόσιας τουαλέτας. Ο καθένας κατουράει όπου βρει.

Δεύτερον, η αρχιτεκτονική ασχήμια. Πανέμορφα σπίτια του 30, εντελώς εγκαταλελειμμένα, έτοιμα να λιώσουν από τις βροχές και να γκρεμιστούν από τον αέρα. Τα στυλώνουν με πρόχειρες σκαλωσιές για να μη πέσουν σε κανένα κεφάλι. Πολλά, πάρα πολλά τέτοια κτίρια, παντού. «Τουλάχιστον να ήταν όλα έτσι, μισο-σάπια, θα έλεγες ότι είναι γραφικά. Το στυλ της νεκρούπολης…» προσθέτει. Τι να φτιάξεις; Μέχρι να πάρεις άδεια για να ανακαινίσεις το διατηρητέο, μέχρι να ξεμπλέξουν οι κληρονόμοι τους τίτλους ιδιοκτησίας και αν βρεθούν ποτέ τα λεφτά για τις άδειες και τις αναστυλώσεις… Άντε, πες πως έγινε. Μερικά κτίρια είναι πράγματι ανακαινισμένα. Και είναι, θα μπορούσαν τουλάχιστον να είναι, ωραία. Βέβαια, είναι μουτζουρωμένα από ηλίθια γκράφιτι. Εντελώς ηλίθια. Γράφει ο κάθε καημένος το όνομά του, ζωγραφίζει το λογότυπό του, και καμαρώνει για τη χαρακτηριστική βλακεία του. Τι με ενδιαφέρει εμένα το λογότυπό σου φίλε μου; Ποιος είσαι επιτέλους; (Μόνο ο babis vovos τους καταλαβαίνει αυτούς τους τύπους… το ίδιο ψώνιο κουβαλάνε!). Αφού λυσσάς να κάνεις γκράφιτι, κάνε κάτι ωραίο τουλάχιστον. Το ξεπερνάμε πες κι αυτό κι όλα είναι ανακαινισμένα και ωραία. Τι να το κάνεις που δεξιά θα έχεις την τραγική πολυκατοικία του 50’ και αριστερά το υπερσύγχρονο τύπου- ουρανοξύστη. Αισθητικά η πόλη μόνο με ένα τρόπο μπορεί να φτιάξει. Να τα γκρεμίσουμε όλα και να τα ξαναφτιάξουμε από την αρχή.

Τρίτον. «Να στρίψομε από εκεί;», όχι, είναι επικίνδυνα. «Από κάτω;», απαπαπα! Μόνο από πάνω μπορούμε να πάμε. Φοβάσαι να κυκλοφορήσεις. Κι όχι τίποτα άλλο, καλά να φοβάσαι τι θα συναντήσεις στο σκοτεινό σοκάκι, μη χαθείς και δεν βρίσκεις το δρόμο είναι το πρόβλημα. Άντε να βρεις ταμπέλα στα ελληνικά…

Κυριακή πρωί: Μοναστηράκι

Παίρνεις το τρένο. Σε λίγες στάσεις πρέπει να πάρεις άλλο, γιατί η γραμμή διακόπτεται λόγω έργων. Κάνεις χίλια χρόνια να φτάσεις (στο μεταξύ έχει μπει κάθε καρυδιάς καρύδι μέσα και σου κωλοτρίβεται). Μετά φτάνεις στην όαση του Μετρό, αλλάζεις γραμμή, με τα πολλά φτάνεις Μοναστηράκι. Κρατάς την τσάντα σου σφιχτά, κάνεις το σταυρό σου και χώνεσαι στην αγορά για «χάζι». Προσοχή: Χαζή και χάζι δεν κάνει, τη ληστεία την έχεις στο τσεπάκι (το τσεπάκι με το πορτοφόλι συγκεκριμένα). Το κλεμμένο σου κινητό πωλείται σε τιμή ευκαιρίας, δίπλα στον τύπο που ξουρίζει μαρούλια ασταμάτητα για να διαφημίσει το ειδικό μαχαίρι. Λίγο παραδίπλα, βλέπεις να πωλούνται τα γυαλιά που σου είχαν κλέψει, μαζί με «μετοχές- αντίκες» και παλιούς δίσκους του Βοσκόπουλου. Δεν συγκίνησε. Κατηφορίζεις προς Θησείο, χαζεύοντας και πατάς λίγο φρένο για να παρακολουθήσεις την απατεωνιά των παπατζήδων. Ο παπατζής κάνει τα κουμάντα του, οι κάρτες πηγαινοέρχονται, ο παίκτης ιδρώνει και ξε-ιδρώνει, φυσάει και ξεροβήχει. Η αγωνία σου φουντώνει. Σε λίγη ώρα, ο παίκτης έχει γίνει ο παπατζής κι ο παπατζής παίκτης. «Τι έπαιξε εδώ;» με ρωτάει ο φίλος μου. Κάνουμε ένα βήμα πίσω και ξαφνικά, είναι ξεκάθαρο ότι είναι όλοι δικοί του. Μιλάμε για ανθρώπους με κουστούμια και άσπρα μαλλιά…

Τι να πω εγώ στον ξένο άνθρωπο; Τον πάω σε μια καφετέρια πίσω από την παλιά Βουλή να ξελαμπικάρει. Επ’ ευκαιρίας, καλώ και το Γρηγόρη. Το τελειωτικό χτύπημα: «Η Ελλάδα, έχει ξοφλήσει. Έχουμε χρεοκοπήσει εδώ και καιρό, και δεν το λέμε» μας λέει.

No comments:

Post a Comment

Any comments?