Αφού πήρα την πρώτη κρυάδα με τις χαζές ερωτήσεις μου και τις ψυχρές απαντήσεις των Βολιωτών, αφού έβαλα και το παντελόνι , άρχισα να νιώθω σαν την Σαμάνθα στο Άμπου Ντάμπι. Έξω από τα νερά μου, σαν τη μύγα μες το γάλα, σα να γράφω στο μέτωπο «απτσάλη».
Οι δυο Αθηναίοι συναντήθηκαν, ενώσαν την ασχετοσύνη τους κι άρχισαν να γυρνοβολάνε στο κέντρο του Βόλου… Πρώτη στάση, για καφέ στην «παραλίỨ. Η μια καφετέρια δίπλα στην άλλη, ήλιος και βροχή, η θάλασσα στο ένα βήμα. Το μουστάκι είναι πολύ μόδα και αν παρατηρήσεις λίγο τον κόσμο διακρίνεις μια ξεγνοιασιά στο βλέμμα τους. Οι καφετέριες άρχισαν να γεμίζουν όσο περνούσε η ώρα και ο ένας γνωστός να πέφτει πάνω στον άλλο και φιλιά κι αγκαλιές και οι παρέες να μεγαλώνουν. Ο καφές δεν ήταν αραιωμένος, ούτε νερομπουρμούλικος, η πορτοκαλάδα ήταν ξινή, σαν τα πορτοκάλια της εποχής, αυθεντική, σκέτη βιταμίνη. Και οι τιμές, μισές από αυτές της Αθήνας. Η νευρικότητα άρχισε να σπάει, η κούραση να μεταβάλλεται σε χαλαρότητα. Πάνω στην ώρα να βρούμε ξενοδοχείο.
Το πρώτο δεν μου γέμισε το μάτι, αλλά ήταν κάπως καλύτερο σε εμφάνιση από τα υπόλοιπα. Αλλά η τιμή ήταν παρανοϊκή για τέτοια εποχή. Το δεύτερο είχε το χάλι του εκ πρώτης όψεως, αλλά ο ρεσεψιονίστ ήταν τόσο γλυκός και η τιμή του δίκλινου σαφώς καλύτερη. Επιτέλους βρέθηκε κάποιος που μου χαμογέλασε και δεν θα έχανα την ευκαιρία να πάει χαμένη, άλλη μια λοξή ματιά και θα έφευγα. Ωστόσο βιάστηκα να βγάλω συμπεράσματα, για το ξενοδοχείο ήταν από έξω «πανούκλα» αλλά μέσα κούκλα, περιποιημένο και πολύ καθαρό.
Περπατώντας στους δρόμους του Βόλου, η εικόνα άρχισε να αλλάζει. Τουλάχιστον το 1/3 μετακινούταν οικολογικά, έξω από το Πανεπιστήμιο αλλά και στους δρόμους φοιτητές, μεγάλοι άνθρωποι και γυναίκες με τακούνια πηγαινοέρχονταν με ποδήλατο. Πολύ ποδήλατο… Κάτι που ζήλεψα τραγικά, γιατί στο χάος της Αθήνας η μετακίνηση με ποδήλατο είναι σαν το τυρί στη φάκα. Τη γλιτώνεις δεν τη γλιτώνεις…
Οι δυο Αθηναίοι συναντήθηκαν, ενώσαν την ασχετοσύνη τους κι άρχισαν να γυρνοβολάνε στο κέντρο του Βόλου… Πρώτη στάση, για καφέ στην «παραλίỨ. Η μια καφετέρια δίπλα στην άλλη, ήλιος και βροχή, η θάλασσα στο ένα βήμα. Το μουστάκι είναι πολύ μόδα και αν παρατηρήσεις λίγο τον κόσμο διακρίνεις μια ξεγνοιασιά στο βλέμμα τους. Οι καφετέριες άρχισαν να γεμίζουν όσο περνούσε η ώρα και ο ένας γνωστός να πέφτει πάνω στον άλλο και φιλιά κι αγκαλιές και οι παρέες να μεγαλώνουν. Ο καφές δεν ήταν αραιωμένος, ούτε νερομπουρμούλικος, η πορτοκαλάδα ήταν ξινή, σαν τα πορτοκάλια της εποχής, αυθεντική, σκέτη βιταμίνη. Και οι τιμές, μισές από αυτές της Αθήνας. Η νευρικότητα άρχισε να σπάει, η κούραση να μεταβάλλεται σε χαλαρότητα. Πάνω στην ώρα να βρούμε ξενοδοχείο.
Το πρώτο δεν μου γέμισε το μάτι, αλλά ήταν κάπως καλύτερο σε εμφάνιση από τα υπόλοιπα. Αλλά η τιμή ήταν παρανοϊκή για τέτοια εποχή. Το δεύτερο είχε το χάλι του εκ πρώτης όψεως, αλλά ο ρεσεψιονίστ ήταν τόσο γλυκός και η τιμή του δίκλινου σαφώς καλύτερη. Επιτέλους βρέθηκε κάποιος που μου χαμογέλασε και δεν θα έχανα την ευκαιρία να πάει χαμένη, άλλη μια λοξή ματιά και θα έφευγα. Ωστόσο βιάστηκα να βγάλω συμπεράσματα, για το ξενοδοχείο ήταν από έξω «πανούκλα» αλλά μέσα κούκλα, περιποιημένο και πολύ καθαρό.
Περπατώντας στους δρόμους του Βόλου, η εικόνα άρχισε να αλλάζει. Τουλάχιστον το 1/3 μετακινούταν οικολογικά, έξω από το Πανεπιστήμιο αλλά και στους δρόμους φοιτητές, μεγάλοι άνθρωποι και γυναίκες με τακούνια πηγαινοέρχονταν με ποδήλατο. Πολύ ποδήλατο… Κάτι που ζήλεψα τραγικά, γιατί στο χάος της Αθήνας η μετακίνηση με ποδήλατο είναι σαν το τυρί στη φάκα. Τη γλιτώνεις δεν τη γλιτώνεις…
No comments:
Post a Comment
Any comments?