Καθόταν μπροστά απο το μπουντουάρ... Άπλωνε αισθησιακά το κοραλοκαψουροκόκκινο κραγιόν της, φούσκωνε και ξεφούσκωνε το στήθος της με τσαχπίνικες, πλήν βαριές, ανάσες. Η Αλέγια, που φορούσε την ίδια απόχρωση κραγιόν, ξεκούραζε το κου ντε πιέ της, διότι μας ερχόταν απο μακριά. Όλο αυτό το ταξίδι έκανε για να μπεί στον παράδεισσο των νοτίων προαστίων.. Το Island...Μαζί τους φυσικά ήταν και η Μπέμπα, κατα κόσμον Μαρίνα που αυτή τη στιγμή ταξιδεύει για το μακρινό Λονδίνο. Η Μαρίνα έπαιζε λίγο Mall στο super νέας τεχνολογίας κινητό της με πρόσβαση στο internet. Δεν είχε άγχος, αυτή η βραδιά είχε όλες τις προδιαγραφές να είναι τέλεια.
Στην άλλη άκρη της Αθήνας, κάπου κολλημένη στην Εθνική στο ύψος της Κηφισιάς, φύσαγε και ξεφύσαγε απο τα νεύρα της η Αλεξία, όταν χτύπησε το κινητό κι ήταν η ποντικομαμή Τρίσια. " Πάμε Island. Θα έρθεις;΄". Οχιιιιιιιι! Της ούρλιαξε.
Η Πανσέληνος φώτιζε την θάλασσα, ένα απαλό αεράκι δρόσιζε τα μπουτάκια των νεανίδων. Επιβιβάστηκαν στο αυτοκίνητο της Ζοζός- Τατιάνας που είχε στολιστεί και παρφουμαριστεί οσάν να επήγαινε στον χορό των Ντεκεντάνς (κόκκινο κραγιόν, κόκκινο φόρεμα, ψηλά πέδηλα). Στο δρόμο τραγουδούσαν εύθυμα, τίποτα δεν προοικονομούσε την καταστροφή που θα ερχόταν.
Έξω απο το club γινόταν χαμός. Αυτοκίνητα στην άκρη του δρόμου ανα χιλιάδες και ανα χιλιόμετρα. Ακόμα και λίγα εκατοστά απο το γκρεμό.Η σωφέρ αποφάσισε να βάλει το αυτοκίνητο σε 'ένα χαντάκι, να το σφινώσει καλά, για να μην το πάρει κανένας μεθυσμένος σβάρνα και το ρίξει στα λιμανάκια...Οι τρείς τακουνάτες τσούπρες πήραν τα τσαντάκια τους και κατηφόρησαν προς το μαγαζί.
Εντομεταξεί η υπόλοιπη παρέα με αρχηγό την ποντικομαμή ήταν στο δρόμο. Εκεί έξω απο την πόρτα η ουρά ήταν τεράστια. Όλη η καλή Αθήνα έδινε μάχη να μπει στο μαγαζί, σφαλιάρες, πατημασίες, τσιμπήματα στα κωλομέραι και μετά να σφυρίζεις αδιάφορα. Ο πορτιέρης με ύφος 100 καρδιναλίων και 40 καρατίων έγνεφε αρνητικά. Η Τατιάνα-Ζωζώ άρχισε να εκνευρίζεται και να σκέφτεται. "Μα γιατί; Δεν είμαι εγω θεά; Δεν είμαι η βασίλισσα της νύχτας; Πόση ώρα θα περιμένω ρε μπάζο;". Παρόλαυτα έδιεξε τη δέουσα υπομονή, γιατί όπως σας είπα, η υπόλοιπη παρέα, που σύμφωνα με τα λεγόμενά της βρισκόταν λίγα μέτρα μακριά, δεν έλεγε να φτάσει.
Σαρανταπέντε ολόκληρα λεπτά περίμενε η Τατιάνα, η Αλέγια κι η Μαρίνα, τρίζοντας τα δόντα, βγάζοντας καπνούς απο τα αφτιά... Ώσπου ήρθαν και οι απολωλώτες με αυτό το γνωστό χαμόγελο ως τα αφτιά και δίχως να απολογηθούν για την 45λεπτη καθυστέρηση. Το χειρότερο ήταν οτι εκείνοι ήταν διατεθημένοι να περιμένουν μέχρι το ξημέρωμα για να μπουν, κάτι που η Ζωζώ δεν ήταν έτοιμη να δεχτεί σαν ιδέα...
"Θα περιμένουμε όσο χρειαστεί", σκέφτηκε η Τρίσια κι έτριβε τα χέράκια της. Η υπομονή των τριών νεανίδων είχε εξαντλήθεί. "Πάμε να φύγουμε! Πάμε Ακρωτήρι!" βροντοφώναξε κάποιος. Εντελώς αυθόρμητα, σα να τησ ξέφυγε απο το στόμα, πρόλαβε η Τρίσια " Εγω δεν θέλω Ακρωτήρι!". Έριξε και λίγη φαγουρόσκονη στη Μαριλένα για να την κάνει να πιστέψει οτι είναι αλλεργική ΚΑΙ στο Ακρωτήρι. Η Τατιάνα- Ζωζώ πρότεινε το balux στο οπόιο είχε χοντρό μέσο για να μπούν και τα δώδεκα άτομα- γιατί τόσα γίναν στο τέλος- τσάμπα. Ίσως και όποιον άλλο έτρωγε πόρτα στο Island να τον έπαιρναν μαζί στο Μπάλουξ...Όμως η διαβολική Τρίσια χωρίς να μιλήσει αυτή τη φορά, απλα΄ξίνισε λίγο τη μουσούδα της για να δείξει οτι δυσανασχετεί με την Ζωζώ και τις παλαβές της ιδέες.
Η Μαριλένα έβλαε φρένο στο τακούνι, δεν πήγαινε ούτε μπρος ούτε πίσω. Ο Φώτης αποφασίζει να πει κάτι στον πορτιέρη. Όλοι υπέθεσαν οτι του λέει "Άνοιξε σουσάμι". Όταν η Ζωζώ αφηνιασμένη τον ρώτησε τι του είπε- γιατί ο πορτιέρης και πάλι ΔΕΝ τσίμπησε, εκείνος της αποκάλυψε οτι πήγε να τον λαδώσει με το ποσό των 200€ . Η Τατιάνα τώρα έχει γίνει έξαλλη, η Αλέγια δεν καταλαβαίνει και πολλά, η Μπέμπα βγάζει σπίθες απο τα μάτια. " Πάμε Μπάλουξ" ακούγεται γαι δεύτερη φορά και μετά τη δεύτερη ή τρίτη ή τέταρτη τελικά προσπάθεια να μπουν στο Island και όλοι συμφωνούν συγκαταβατικά. Οι τρεις πρωταγωνίστριες προχωρούν προς το αυτοκίνητο.
Στην άλλη άκρη των νοτίων προαστίων η Αλεξία έχει φτάσει κατάκοπη σπίτι της και παίζει λίγο τέννις στο Wii για να χαλαρώσει.H Μουσική απο τα κλάμπ ακουγόταν μέχρι το σπίτι της κι εκείνη σκεφτόταν "Δεν θα ξαναβγω ποτε Σάββατο, απαπα! Αλλα΄ΤΙ ΩΡΑΙΑ ΠΑΝΣΕΛΗΝΟΣ!!!" και συνέχιζε να παίζει τέννις.
Οι ηρωίδες μας έφτασαν στο αμαξάκι που ήταν παρκαρισμένο στο χαντάκι ( για όποιον δεν θυμάται την ακριβή τοποθεσία παρακαλώ όπως ανατρέξει στο vol1 της ιστορίας μας ). Η Ζωζώ βάζει μπρος τη μηχανή... Εκείνη αγχομαχάει. Η όπισθεν τρίζει οι ρόδες σπινιάρουν και σε λίγα δευτερόλεπτα καπνοί μαύροι κι άραχνοι βγαίνουν απο τη μηχανή. Γρήγορα κλείνει τη μίζα κατατρομαγμένη. Φοβήθηκε μην ανατιναχτούν. Η Μπέμπα, το τέρας ψυχραιμίας, αποφασίζει να πάρει το τιμόνι στα χέρια της... Το αυτοκίνητο εξακολουθεί να μη βγαίνει απο το χαντάκι. Η Αλέγια κάνει το σταυρό της και παίρνει βαθιές ανάσες. " Αν ήταν η Αλεξία εδω θα είχε πάθει υστερία" , σκεφτόταν η μέσα της η Ζωζώ- Τατιάνα. Με το ένα , με το δυο, με το τρία... ΜΠΑΜ! Σπάει ο δίσκος....
Η Μπέμπα αποφασίζει να τηλεφωνήσει στην αδερφή της Τρίσια, αρχηγός της αντίπαλης πλέον συμμορίας. Ίσως να την προλάβαινε πριν έχει γκαζώσει- γιατί είναι και γκαζιάρα- για το Μπάλουξ. Το κινητό χτύπαγε, ξαναχτύπαγε, κι επιτέλους η Τρίσια το σήκωσε. " Ο Φώτης μπήκε στο Island τελικά και τώρα μπαίνουμε κι εμείς!", είπε χωρίς να σκεφτεί. Η Μπέμπα ένιωσε τον θυμό να τραγανίζει τα εγκεφαλικά της κύτταρα, της το έκλεισε στα μούτρα και έβγαλε με κραυγή που ακούστηκε μέχρι τα Κουφωνήσια...
Ήταν η ώρα να φωνάξουν την οδική βοήθεια....
Η οδική βοήθεια δεν λέει να το σηκώσει. Ή μάλλον το σήκωνε και το έκλεινε. Όρεξη είχαν Σαββατιάτικα να τρέχουν στα λιμανάκιΑ Βάρκιζας...Οι τρεις κοπέλες είναι έξαλλες. Κάποια στιγμή ένα άσπρο φορτηγό καταφτάνει κι η Τατιάνα πετάγεται έξω απο το αυτοκίνητο, μπαίνει στη μέση του δρόμου με κίνδυνο της ζωής της, χοροπηδάει και κάνει νόημα στον φορτηγατζή να σταματήσει. Κουνάει τα χέρια της σαν άσκηση του αερόμπικ αλλά εκείνος δεν σταματάει. Για την επόμενη μισή ώρα κι ενώ η Τρίσια με τη ΣΙΑ γλεντοκοπάνε στο Island MEΣΑ υπο το φως της Πανσέληνου, κι αφού κατάφερε το στόχο της η Μαριλένα ύστερα απο σειρά εκλείσεων " Μωρε, να μην προσπαθήσουμε άλλη μια φορά;", έβγαζε κραυγές λυνανθρώπου χορεύοντας τον χορό των μπιζελιών, οι τρεις κατατρεγμένες πιστεύαν οτι το άσπρο φορτηγο κάνει αναστροφή...
Μετά απο πενήτντα λεπτά φτάνει μια νταλίκα άλλου χρώματος. Η ανακούφiση αρχίζει να στεγνώνει τον κρύο ιδρώτα της Αλέγια και της Μπέμπας. Η Τατιάνα όμως δεν μπορεί να ηρεμήσει γιατί τώρα πρέπει να ανεβάσει το αυτοκίνητο στον δεύτερο όρφο της νταλίκας. Κάτι που φαίνεται ακατόρθωτο. Το αυτοκίνητο αρχίζει να ρυμουλκείται κι η Τατιάνα να φωνάζει στον νταλικέρη " Πως θα κατέβω; ΠΩΣ ΘΑ ΚΑΤΕΒΩΩΩΩ????". Εκείνος γελάει. Έφτασε η ώρα της κατηφόρας και το στενό κόκκινο της φωτιάς φόρεμα της Τατιάνας σε συνδυασμό με την τακούνα έκανε τον άθλο ακατόρθωτο εις διπλούν. Έχασε δυο τρείς φορές της ισορροπία της αλλά με μικρά μικρά βηματάκια έφτασε να πατήσει έδαφος.
Πως θα χορούσαν και οι τρεις σε μια θέση; Ήταν κι εκείνο το σκαλοπάτι της νταλίκας στο ένα μέτρο βρε πουλάκι μου...
Πρώτη μπαίνει η μπέμπα. Χόπ! Δεύτερη θα έμπαινε η Τατιάνα. Με το κόκκινο κραγιόν να ξεχειλίζει απο τα χείλια της, το στενό φόρεμα να τη σφίγγει απο παντού και τις τακουνάρες να δίνουν ώθηση προς τα μπρός, μπαίνει καθέτως- σα να κάνει μακροβούτι μέσα στη νταλίκα. Το αεράκι και με την κλίση που είχε πάρει το σώμα της, ανασήκωσε λίγο φόρεμα και ο κώλος της βρέθηκε να χαμογελάει σε λίγα εκατοστά απόσταση απο τα μούτρα της Αλέγια. Εκείνη του έκλεισε το μάτι, έδωσε μια σπρωξιά κι επιτέλους η Τατιάνα είχε μπει στη νταλίκα. Ύστερα, τραβήξαν και την Αλέγια, η οποία έκατσε πάνω στην Ζωζώ- Τατιάνα κι αναχώρησαν για το συνεργείο. Ο κόσμος έξω απο το Island έβλεπε απο μακριά τρεις κοπέλες ντυμένες και βαμμένες στην τρίχα να κάνουν άλματα και να σκαρφαλώνουν σαν μαιμούδια σε μια νταλίλα. Άθικτο το μακιγιάζ...
Νευρικό γέλιο είχε πιάσει και τις τρεις, ενώ απο τον πλαινό καθρέφτη της νταλίκας η Τατιάνα έβλεπε με την άκρη του ματιού της το αυτοκίνητο να πηγαινοέρχεται, σχεδόν να πετάει πάνω στις ράμπες. Ο νταλικιέρης γκάζωνε και στισ τροφές έπεφτε με φόρα η μία πάνω στην άλλη. Το γέλιο δεν μπορούσε να κοπεί. Τότε η Τατιάνα αποφασίζει οτι είναι η κατάλληλη στιγμή να ανοίξει τη φωτογραφική της μηχανή. Τσάπ, τοσύπ, πόζες, χέρια πόδαι στον αέρα, ο νταλικιέρης τυφλώθηκε απο τα φλας. Η Μαρίνα να κοιτάει έξω απο το παράθυρο, δάγκωνε τα χείλη της μέχρι να ματώσουν προκειμένου να συγκρατήσει τα γέλια της. Η Τατιάνα γελούσε τόσο πολύ που δεν έβγαινε καν ήχος απο το στόμα της.
Με τα πολλά, φτάσαν στο συνεργείο, άφησαν το αυτοκίνητο , πήραν ταξί και γυρίσαν σπίτια τους. Η Τρίσια με τη Μαριλένα γύρισαν στις 6 το πρωί, έχοντας περάσει εν αγνοία τους στο απέναντι στρατόπεδο... Και η μάχη συνεχίζεται....
No comments:
Post a Comment
Any comments?