Μπορεί να φταίει που εδώ και δέκα ημέρες βρίσκομαι σε μια
ημιμόνιμη κατάσταση μέθης – μια τα γενέθλια και το χανγκόβερ, μια οι
οινογνωσίες, μια οι γιορτές, αλλά αυτό δεν ήταν Πάσχα τριαντάρηδων, ήταν η
απόλυτη πενταήμερη τρίτης λυκείου.
Χωρίς κανένα
πρόγραμμα, χωρίς κανένα ωράριο, όλη μέρα έξω, χωρίς καθόλου ύπνο αλλά
ακούραστα, όπως συμβαίνει όταν σε καίει κάποια καψούρα. Με θέα την καλντέρα και
λίγα συννεφάκια πάνω από την Παλιά Καμένη, υπέκυψα στην πιο γελοία πόζα
φωτογραφίας, κάνοντας τα χεράκια καρδούλα. Τέτοια κατάντια η δικιά σου!
Αλλάαααα, το ευχαριστήθηκα!
Έκανα Επιτάφειο σε κάποιο φλεγόμενο βασίλειο του Westeros (Game of Thrones), που στη Σαντορίνη το λένε "Πύργο"… Πολύ εντυπωσιακοί φλεγόμενοι κουβάδες έκαναν το ορεινό χωριό να λάμψει μέσα στη σκοταδίλα και καθώς κατηφόριζα τα κακοτράχαλα στενά, απολάμβανα την άλλοτε φλεγόμενη Ντράνα, να με ακολουθεί με τα πασουμάκια της και το κοντό βραδινό αθηναϊκό σορτς.
Ανάσταση στην Οία, που αν έχετε το Θεό σας, δίπλα μου
εντελώς τυχαία βρέθηκε ο «Κοντός», από τη Συμμορία του Μπλε Μαρκαδόρου*,
φορώντας πάντα το φλογερό κόκκινο κραγιόν του.
Τραγούδησα και χόρεψα με τον Πίπη (παλιά Τζεν-τζέν) και τη
Ντράνα μέσα στο αυτοκίνητο, ενόσω ο Κουμπάρος έπαιρνε τις στροφές σβάρνα.
Μια ημέρα χωρίς πολλά σύννεφα, μας είπαν ότι φαίνεται η
Κρήτη κάπου εκεί απέναντι, ξέρουμε-ξέρουμε τους είπα. Κοίταξα προς τα «εκεί» και είδα τον εαυτό μου λίγα χρόνια πριν να κοιτάει αντίστροφα, από
ένα μπαλκόνι στη Ροδιά του Ηρακλείου προς τη Σαντορίνη. Την ίδια στιγμή κάποιος
άλλος στεκόταν στο μπαλκόνι του στο Ρίο Ντε Τζανέιρο, αγνάντευε τον ωκεανό και
σκεφτόταν σαν αλλοτινός Οδυσσέας ότι κάπου εκεί έξω βρίσκεται και η δική του
Κρήτη. Ιλούζιον.
Έκανα άπειρο daydreaming και winetasting – οι βασικές
δραστηριότητες των διακοπών μου και κέρδισα τις μονομαχίες με τα πασχαλινά και
τα σοκολατένια αυγά. Δεν χόρεψα τσάμικο, αυτό ποτέ. Όμως μαγείρεψα σε
επαγγελματική κουζίνα κάτι που έμοιαζε με σπετσοφάι κι ένα κακορίζικο
κοτόπουλο, για τους φίλους μου που δεν τρώνε αρνί.
Γλεντοκόπησα μεθώντας τους φίλους μου στο νάιτ κλάμπ
Τρόπικαλ (και όχι τροπικάνα), ένα υποβρύχιο αυτοί, ένα νερό με αφρό εγώ. Με την
ίδια μέθοδο – μια εσύ, μία ο Κουμπάρος – έτρωγα τη μπουκιά του Κουμπάρου από το
πεινιρλί, που είχε στόχο να τον ξεμεθύσει λίγες ώρες αργότερα. Αλλά τελικά
έμεινε νηστικός.
Κατόπιν έγινα μάρτυρας της πλέον μεθυσμένης στιχομυθίας –
Ντάξει δεν ήπιαμε πολύ – Όχι μια χαρά είμαστε. Κι όταν πλέον ήμασταν όλοι
εντελώς νηφάλιοι, κολυμπήσαμε σε ένα άδειο τζακούζι.
Να σας πω τώρα κάτι; Τα 30 μέχρι τώρα είναι ό,τι καλύτερο
έχω ζήσει.
No comments:
Post a Comment
Any comments?