11.4.17

#zednyc: Έρωτας στη Νέα Υόρκη Vol5


Η αρρωστίλα της έφερε νεύρα και τα νεύρα της έφεραν μανία. Ξύπνησε νωρίτερα για να διαβάσει ξανά όλα τα μηνύματα που άφησαν οι φίλοι της για τα γενέθλιά της και σημείωσε στο μυαλό της με ανεξίτηλο μελάνι αυτούς που την ξέχασαν. Συγχύστηκε και αποφάσισε να μην τους ευχηθεί ποτέ ξανά, αν και θα έπρεπε να δείξει μεγαλύτερη γενναιοδωρία, αλλά η γενναιοδωρία είναι πλεονκέτημα εκείνων που μπορούν να πάρουν βαθιές αναπνοές, ενώ εκείνη δεν μπορούσε λόγω του κρυώματός της.  

Κάτω από την ομπρέλα με τη μύτη της να τρέχει, κουλουριάστηκε πάνω στον καλό της και διέσχισε τη γέφυρα του Μπρούκλιν. «Poor Alexia», της έλεγε εκείνος με κακομοίρικη φωνή, αλλά τα μάτια του γελούσαν. «Γελάς; Είμαι άρρωστη Χάρη! Άρρωστη! ΠΑΕΙ! ΚΑΤΑΣΤΡΑΦΗΚΑΝ ΟΙ ΔΙΑΚΟΠΕΣ ΜΑΣ – ΜΑΣ ΓΚΑΝΤΕΜΙΑΣΑΝ!», ξεφώνισε και συνέχισε να περπατάει και να προσποιείται ότι όλα είναι καλά, η βόλτα τους θα παρέμενε υπέροχη, παρά την καταιγίδα και την παραλίγο πνευμονία της. «Ωωω, μα κοίτα τι ωραίο που είναι το Μανχάταν από εδώ!», είπε όταν γύρισε να κοιτάξει πίσω της τη γη που είχαν αφήσει πίσω.

Αφού διέσχισαν τη γέφυρα, έφτασαν μέχρι απέναντι και ξαναγύρισαν, τα παπούτσια τους είχαν  γίνει εντελώς μουσκίδι, το ίδιο και τα μπουφάν τους, λες και η ομπρέλα ήταν τρύπια. Αναγκαστικά έπρεπε να επιστρέψουν στο σπίτι να τα στεγνώσουν και ήλπιζαν ότι το απογευματάκι θα καταφέρουν να ξεμυτίσουν, να πάνε στο SOHO για φαγητό και ποτό. Αποκοιμήθηκαν βλέποντας τα χαμένα επεισόδια Survivor και ξύπνησαν από το «Baby μου, I will kill you! I’ll kill you!», που ακουγόταν από την κουζίνα.

Έσυρε τα πόδια της μέχρι εκεί, εξέφρασε την επιθυμία να επιστρέψουν το πτώμα της στην Ελλάδα, σε περίπτωση που τα κακάρωνε. «Μα είσαι τόσο άρρωστη;», τη ρώταγε η φίλη της σαστισμένη. «Μάτι θα είναι!», είπε κι άρχισε να τη σταυρώνει και να τη φτύνει. Τότε ο Κινέζος αποφάσισε να δώσει το δικό του γιατροσόφι, έσκυψε προς το μέρος της ανασηκώνοντας και πάλι τα φρύδια, «Drink hot water and pee again and again. Καυτό νερό και τσίσα. Καυτό νερό και τσίσα. Ξανά και ξανά και ξανά και αύριο το πρωί θα είσαι μια χαρά».  Η καλή του συμφώνησε με ένα νεύρα, τον κοίταξε με θαυμασμό, σαν να είχε πει το πιο σοφό πράγμα του κόσμου. «Hot water… τσάι δηλαδή;», διευκρίνισε μέσα στην απελπισία της η φιλοξενούμενη. «Hot wata!», τόνισε ο Κινέζος. Της φάνηκε αηδιαστικό να πιεί καυτό νερό χωρίς τσάι, οπότε δεν ακολούθησε τη συμβουλή κατά γράμμα.

Την επόμενη ημέρα, εκτός από τη μύτη της, δάκρυζαν και τα  μάτια της, αλλά ήταν η ημέρα που θα αφιέρωναν στο εκπτωτικό χωριό «Woodbury» και ως δια μαγείας, για όση ώρα βρισκόταν κοντά σε τσάντες και παπούτσια, όλα ξεβούλωναν αυτομάτως και μπορούσε να αναπνέει κανονικά.  Μέσα στην κακομοιριά της, επιτέλους πήρε δώρο γενεθλίων και ησύχασε.


Αφού επέστρεψαν αργά τη νύχτα, έχοντας συναντήσει ένα τρελό γκρουπάκι Ελλήνων, που ευτυχώς τους έφερε πίσω στο Μανχάταν μιας που έχασαν το λεωφορείο τους, η φιλοξενούμενη κόντεψε να ξεριζώσει τη μύτη της φυσώντας και ξεφυσώντας και όλη νύχτα έπινε νερά και κατουρούσε, αλλά την Πέμπτη το πρωί, είπε αυστηρά στον εαυτό της ότι πρέπει να συνέλθει και να πάρει φάρμακα. Είχαν μείνει μόλις 3 ημέρες για το υπόλοιπο των διακοπών. «And tonight, Korean barbeque!», είπε πιο ενθουσιασμένος από ποτέ ο Κινέζος παραβλέποντας ότι η φιλοξενούμενη δεν είχε καν γεύση… 

Ποιο μπάρμπεκιου. 

No comments:

Post a Comment

Any comments?