10.4.17

#zednyc: Έρωτας στη Νέα Υόρκη Vol1

Όλα ξεκίνησαν στο Grand Central Terminal... σαν πρώτο ραντεβού άλλης εποχής, αντάλλαξαν ένα πεταχτό φιλί μπροστά από το ρολόι και κάτω από το ζωγραφισμένο ουρανό στο ταβάνι της αίθουσας... τόσο ρομαντικά, τόσο αμερικανικά. Κάθισαν αντικριστά λίγο παραπέρα, για ένα γεύμα κλασικά αμερικανικό, μπέργκερ και μίλκ σέηκ.

Ο Κινέζος έτρωγε χωρίς να μιλάει. Με το αριστερό χέρι κρατούσε λαίμαργα το μπέργκερ και με το δεξί, σφιχτά αλλά σταθερά, το χέρι της καλής του. «Μπέιμπι μου, αλ κίλ γιου!», του είπε εκείνη γλυκά, οι νεοφερμένοι φιλοξενούμενοι κοιτάχτηκαν φευγαλέα νομίζοντας ότι παράκουσαν.
Ύστερα χέρι-χέρι περπάτησαν όλη τη Νέα Υόρκη, περνώντας από το παγοδρόμιο του Rockefeller, κατεβαίνοντας προς την Time Square, όπου ήπιαν μια κοακόλα για τη χώνεψη. Χάζεψαν λίγο τις φωτεινές διαφημίσεις και λίγο πριν την κρίση επιληψίας συνέχισαν τη βόλτα τους κατηφορίζοντας προς το Empire Building. Ήταν όμορφα φωτισμένο σε χρώμα πορφυρό. Το φωτογράφισαν κι αυτό και συνέχισαν, διέσχισαν τη γραφική Madison Square και κοντοστάθηκαν για να φωτογραφηθούν μπροστά από το Flatiron. Είχαν δει σχεδόν τα πάντα από Νέα Υόρκη σε μόλις μια βόλτα.

Επέστρεψαν σώοι και ασφαλείς με τα ποδαράκια τους, διασχίζοντας λοξά σαν τα καβούρια τους δρόμους, μια αρχαία κινέζικη μέθοδος παράκαμψης που κάνει το Μανχάταν να φαίνεται μικρό σαν τα Κουφονήσια.

Την επόμενη ημέρα και κάτω από το φως του ήλιου, αντίκρισαν μια άλλη Νέα Υόρκη, νοτιοανατολικά του Μανχάταν, όπου η πόλη δεν θύμιζε σε τίποτε το busy υπερκέντρο. Οι δρόμοι και οι πλατείες γέμισαν από ανθρώπους που πήγαιναν τα σκυλιά τους βόλτα. Όλοι έσκυβαν να μαζέψουν τα «δωράκια» των σκύλων τους και τα πεζοδρόμια ήταν πεντακάθαρα. Ντυμένοι αθλητικά, οι περισσότεροι, βάδιζαν σε ταχείς ρυθμούς προς κάθε κατεύθυνση, πολλοί από αυτούς βαστάζοντας στο χέρι ένα ρόφημα, σαν να μην υπήρχε χρόνος για χάσιμο. Η ουρά στην καφετέρια της γωνίας φαινόταν μεγάλη, όμως η σειρά τους έφτασε τόσο γρήγορα που ούτε πρόλαβαν να διαλέξουν τι θα φάνε και τι θα πιούνε. Αυτή η καθυστέρηση προκάλεσε νεύρα στην ταμεία που ταυτοχρόνως έπαιρνε παραγγελίες. Από τη βιασύνη της κατάλαβε τα μισά που της είπαν. «Μα γιατί βιάζονται τόσο;», απόρησε εκείνος, ενώ εκείνη ήταν απασχολημένη με το να μετράει τα δολάρια στην τσέπη της.

Στο μεταξύ, στην άλλη πλευρά της πόλης, ο Κινέζος και η καλή του θα πήγαιναν για αγορές στην ChinaTown, προκειμένου ο Κινέζος να φτιάξει μια από τις χιλιάδες σπεσιαλιτέ του στους φιλοξενούμενους. Ωστόσο, η καλή του είχε ξυπνήσει φτιαγμένη για καβγά κι έτσι, σαν ερωτευμένοι πιγκουίνοι, άρχισαν να καυγαδίζουν δίχως τέλος και ούτε για ψώνια πήγαν, ούτε τους φιλοξενούμενους συνόδευσαν στην πρωινή βόλτα τους στη West side, παρά τους συνάντησαν στο Chelsea Market ώρες μετά για φαγητό.


«Μπέιμπι, αλ κίλ γιου!», του έλεγε κάθε λίγο και λιγάκι, αλλά εκείνος δεν έχανε την όρεξή του. Με τη συνήθη κινέζικη έκφραση που ούτε φαίνεται να χαίρεται μα ούτε και να λυπάται, συνέχισε να ρουφάει σιωπηλά τα μακαρόνια του. Φαινόταν κατσαδιασμένος, αλλά είχε επιλέξει να κάνει τον κινέζο, με μεγάλη επιτυχία…

No comments:

Post a Comment

Any comments?