7.2.17

Η Σούτκεης & η τρεχάλα στον Υμηττό



Ήταν ένα παγωμένο βράδυ του Ιανουαρίου, όπως όλα τα προηγούμενα, στο μικρό σπίτι στον Υμηττό. H Σούτκεης καθόταν αναπαυτικά στο κρεβάτι κρατώντας το μωρό της αγκαλιά. Στο διάδρομο των υπνοδωματίων ήταν ξαπλωμένοι ο Φοίβος και ο Μέρφι, με τις μουσούδες τους ο ένας πάνω στον άλλον.

Η γλυκιά Σούτκεης σιγοτραγουδούσε ένα νανούρισμα, τα μάτια του μικρού νεσεσσερακίου είχαν γλαρώσει για τα καλά. Σε λίγο θα γλίστραγαν μαζί, έτσι αγκαλιασμένες, μέσα από τα σκεπάσματα και θα έπεφταν σε βαθύ ύπνο, που τον είχαν και οι δυό τους τόσο πολύ ανάγκη.

Λίγο πριν να κλείσουν τα μάτια τους ο Μέρφι άρχισε να σφυρίζει ανυπόμονα μια υποψία κλαψουρίσματος. Κοντοζύγωνε η ώρα να επιστρέψει στο σπίτι το Big Boss του, η κολώνα του σπιτιού, ο στοργικός σύζυγος και χαζομπαμπάς, ονόματι Μπιλ. Η Σούτκεης σηκώθηκε αργά αργά, βαστάζοντας στα δυό της χέρια το κοιμισμένο πλέον νεσσεσεράκι.  Έκανε τα χέρια της σαν κούνια μπλέκοντας τα δάχτυλά της σαν γόρδιους δεσμούς, ώστε το μωρό να μην καταλάβει τη μετάβαση από το δωμάτιο στο χωλ. Ο Μέρφι τώρα ρουθούνιζε στην πόρτα και κουνούσε ζωηρά την ουρίτσα του. Η Σούτκεης, ξυπόλυτη διέσχισε το διάδρομο και έχοντας πάντα το νεσσεσεράκι αγκαλιά της, σηκώνοντας το πόδι προς το ταβάνι, άνοιξε την εξώπορτα λυγίζοντας τα δαχτυλάκια των ποδιών της. Όμως ο Μπιλ δεν είχε επιστρέψει ακόμη –false alert, αντιθέτως ή η πόρτα της μικρής αυλής ήταν άνοιχτη, ένας θεός ξέρει το πώς. Ο Μέρφι με ένα σάλτο πήδηξε τα σκαλάκια κι άρχισε να τρέχει… 

Βγήκε από την πόρτα και πέρασε το δρόμο, δεν σταμάτησε ούτε για να κατουρήσει τη γλάστρα κι έγινε άφαντος. Η Σούτκεης έπαθε πανικό. Κοίταξε γύρω της, κοίταξε πάνω της το κοιμισμένο νεσεσσεράκι, «δεν υπάρχει λύση!», είπε δυνατά στον εαυτό της κι άρχισε να τρέχει παίρνοντας το Μέρφι στο κατόπι. Το κρύο ήταν τσουχτερό, μα δεν την έμελλε. Η Σούτκεης έτρεχε με ιλιγγιώδη ταχύτητα πίσω από το τετράποδο, με το μωρό αγκαλιά, μη μπορώντας να ξεμπλέξει καθόλου κανένα από τα χέρια της, ξυπόλυτη και φορώντας μόνο ένα δαντελωτό βρακί πάνω από την ξέχειλη φανέλα.

Καθώς ανηφόριζε προς το πάρκο, συνειδητοποίησε ότι τρέχει με το βρακί στη γειτονιά σα να την κυνηγούσε το χτικιό, αλλά επαναλάμβανε συνέχεια στον εαυτό της.  «Τρέχα, δεν υπάρχει άλλη λύση!». Μπήκε στο πάρκο αλαφιασμένη, ο Μέρφι είχε κοντοσταθεί σε ένα δέντρο να κάνει πιπί του. Γκράουπ! Και η Σούτκεης που τώρα νιώθει τις ξερές πευκοβελόνες κάτω από τα πόδια να τη γαργαλάνε, βουτάει όπως όπως το Μέρφι από το κολιέ του. Το νεσεσσεράκι, που τώρα κρεμόταν σαν μαϊμουδάκι από το ένα της χέρι, έχει ξυπνήσει για τα καλά και κοιτάζει αποσβολωμένο γύρω του.


Η Σούτκεης πήρε το δρόμο του γυρισμού, χωρίς καμία βιασύνη, άλλωστε δύο τετράγωνα ακόμη και θα έφτανε πίσω στη ζεστή φωλιά της με το απολωλώς Μέρφι και ούτε γάτα ούτε ζημιά. Τι κι αν οι πατούσες της είχαν γίνει κατάμαυρες, τι κι αν πίσω από τα παράθυρα στραυροκοπιώντουσαν οι γριές στη θέα του δαντελωτού βρακιού, η αποστολή Μέρφι Ρέσκιου είχε στεφθεί με επιτυχία. Και φυσικά όπως κάθε Ελληνίδα μάνα, έτσι και η Σούτκεης, δεν την πείραξε το ημίγυμνο τρεχαλητό μέσα στο κρύο, ούτε η μαύρη πατούσα, αλλά γύρισε θυμωμένη προς το Μέρφι και είπε, «ωραία! Και τώρα ποιος θα ξανακοιμήσει το μωρό, Ε?Ε?». 

No comments:

Post a Comment

Any comments?