6.8.16

Όταν η Αλεξία γνώρισε το Χάρη vol5



Λίγα πράγματα είχαμε προλάβει να μάθουμε ο ένας για τον άλλον, εκείνος δεν έκανε πολλές ερωτήσεις, υπέθετα ότι δεν τον ενδιέφερε να μάθει περισσότερα για εμένα, αλλά όταν γύρισα την πλάτη να φύγω, με φώναξε για να μου δώσει τον αριθμό του. «Ίσως τα πούμε στην Αθήνα», είπε φευγάτα, όχι ότι ο λόγος του ήταν συμβόλαιο, ούτε είχα πρόθεση να το αξιοποιήσω πριν από εκείνον. 

Την επόμενη ημέρα το πρωί ήμουν στην Παροικιά περιμένοντας την άφιξη και προβάροντας τα λόγια που πρέπει να πω. Ίσως να μην το έλεγα από την πρώτη ημέρα. Ίσως να έπρεπε να κάνω υπομονή, να περάσουν αυτές οι 5 ημέρες και να το ξεφουρνίσω στην Αθήνα. Η άφιξη ήρθε με μια μεγάλη έκπληξη… Δύο χρόνια προσπαθούσα να τον πείσω να κόψει την κοτσίδα του, που κατά τη γνώμη μου δεν ταίριαζε στο προφίλ ενός φοιτητή της Νομικής, αλλά εκείνος ούτε να το ακούσει δεν ήθελε. Ήρθε στην Πάρο με κομμένη την κοτσίδα και ήταν η πρώτη φορά που ένιωσα τύψεις. Τώρα βρήκε;, αναρωτήθηκα και κατέληξα να κάνω υπομονή να περάσουν οι διακοπές. Προφανώς εκείνος κατάλαβε από τις πρώτες ώρες τι θα γινόταν παρακάτω, γιατί είχα πάθει μετάλλαξη. Με ήξερε πολύ καλά για να τον ξεγελάσω, στη βάση του πράματος όμως ήθελε να ξεγελάσει τον εαυτό του.

Το ίδιο απόγευμα συνέβη το τραγικότερο ατύχημα που μου είχε συμβεί μέχρι τότε. Έπεσα από τις σκάλες, η κραυγή μου ακούστηκε μέχρι τις Λεύκες, το βράδυ το βγάλαμε στο Ιατρικό Κέντρο της Παροικιάς, πόδι  μπαταρισμένο και ευτυχώς, είχαμε spear μπαστούνι της γιαγιάς –κανονική μαγκούρα, μαύρο πόδι με ασημένια κεφαλή. Το αριστερό πόδι ήταν πολύ άσχημα χτυπημένο, δεν μπορούσα να το πατήσω καθόλου, πόσο μάλλον να οδηγήσω. Ο πόνος ήταν φρικτός και είχα πείσει τον εαυτό μου ότι είναι η Θεία Δίκη για την αμαρτία μου.

Δεύτερη μέρα με μπαταρισμένο πόδι, απόγευμα, λίγο πριν τις 7, τρώγαμε μακαρόνια στο μπαλκόνι. Από το μπαλκόνι του σπιτιού βλέπεις ξεκάθαρα τον κεντρικό δρόμο από όπου περνούν όλα τα αυτοκίνητα που έρχονται από τη Νάουσα για να φτάσουν στην Πούντα. Ένα Feroza μπλέ ασημί δεν θα μπορούσε να περάσει απαρατήρητο. Άκεφη, σιωπηλή, λίγο νευρική, δικαιολογούσα την κακή μου διάθεση λέγοντας ότι με εμποδίζει το πόδι να χαρώ τις διακοπές μας. Έχοντας την προτελευταία μπουκιά μακαρονιών στο στόμα το Feroza ξεπροβάλει πίσω από τα δέντρα και κατευθύνεται προς την Punda. «Λοιπόν!», είπα προσγειώνοντας με φόρα το πιρούνι στο πάτωμα. «Δεν θα μιζεριάσουμε! Θα πάμε στην Punda να χορέψουμε!», είπα αποφασισμένη. «Μα εσύ ούτε να περπατήσεις δεν μπορείς, θα χορέψεις κιόλας;», αποκρίθηκε ανήσυχος πιστεύοντας ότι μου έστριψε. «Νιώθω πολύ καλύτερα, πάμε!». Δεν μπορούσα να συγκρατηθώ λεπτό παραπάνω, έπρεπε οπωσδήποτε να φτάσω εκεί, να τον δω έστω κι από μακριά. Ούτε το φαγητό του δεν πρόλαβε να φάει, επιβιβαστήκαμε στο αμάξι μαζί με τη μαγκούρα. Κάθε πάτημα του αμπραγιάζ κι ένας καημός, χειρότερο πόνο δεν έχω νιώσει και ναι κυρίες και κύριοι… Η Zed που όλοι ξέρετε και αγαπάτε, η μικρή ατίθαση Κριός, έσκασε στην Punda Beach με τη μαγκούρα της γιαγιάς της.

Πιστέψτε το, η Punda εκείνες τις εποχές ήταν πιο τιγκαρισμένη από ποτέ, μα δεν χρειάστηκα παρά λίγα λεπτά για να εντοπίσω το Χάρη και την παρέα του μιας που τα βλέμματά μας τραβούσαν το ένα το άλλο σαν μαγνήτης.


Το επόμενο βράδυ βγήκα από την πίσω πόρτα του Agosta με την πρόφαση ότι πάω στην τουαλέτα και τον συνάντησα κρυφά, έχοντας πει στην Κλαίρη «κράτα τον απασχολημένο». Το τρίτο βράδυ κατέφθασε και η άφιξη του Χάρη και τώρα όλα ήταν πιο δύσκολα…

No comments:

Post a Comment

Any comments?