6.9.12

The Delivery Boy vol3


Τελικά το πήρε το μισό ρεπό και επιτέλους είδε την κοπέλα του εκείνο το βράδυ. Μέχρι τότε βέβαια, εκείνη είχε γίνει κοκκινομάλλα, απλά δεν είχε ανεβάσει φώτο στο φέισμπουκ. Ο Μήτσος κοιμήθηκε σα πουλάκι, πανευτυχής για το μισό ρεπό που κέρδισε επάξια, χάρη στον παππού με το λευκό Toyota. Την επόμενη ημέρα, πήγε κεφάτος στη δουλειά, γιατί είχε αγώνα το βράδυ.

Αγώνας σημαίνει μεγάλες παρέες, που σημαίνει μεγάλες παραγγελίες και άρα μεγαλύτερες πιθανότητες για φιλοδώρημα!

Πρώτη παραγγελία: «Λοιπόν, Μητσάρα αγόρι μου, θα πας αυτά στο Δήμαρχο… Δε θα πάρεις λεφτά!». Ο Μήτσος ρουθούνισε, άρπαξε τη σακούλα και πάλι με το παπάκι πήγε την παραγγελία στο οροφοδιαμέρισμα του Δημάρχου. Ο Δήμαρχος άνοιξε την πόρτα φορώντας μόνο το σώβρακο (!). Ο Μήτσος χαμογέλασε κρύβοντας όσο μπορούσε τη φρικιαστική ανατριχίλα μπρος στο αποτρόπαιο θέαμα. Ο Δήμαρχος κούνησε το κεφάλι κι έκλεισε την πόρτα, χωρίς ευχαριστώ, χωρίς φιλοδώρημα, από τη μυρωδιά θα λέγαμε ότι του έφυγε και μια κλανιά, η οποία εύκολα γλίστρησε στην ατμόσφαιρα, από το αεράτο σώβρακο.

Το delivery boy επέστρεψε στο σουβλατζίδικο, η δουλειά άρχισε να φουντώνει… Μια μαντάμ από το Βύρωνα είχε παραγγείλει σουβλάκια, είχε ζητήσει να της πάνε τσιγάρα και μια κόκα κόλα ζίρο. «Α-στα-διάλα η βλαμμένη», είπε ο Μήτσος, την ήξερε, ήταν συχνή πελάτισσα. Το περίπτερο ήταν κάτω από το σπίτι της ακριβώς, αλλά της ήταν δύσκολο να πάει να αγοράσει μόνη της. «Ω! Μα είναι λάιτ! Εγώ ζήτησα ζίρο!», είπε παραπονεμένη. Όλο το σπίτι μύριζε βερνίκι νυχιών, ήταν προφανές ότι μόλις είχε βάψει τα νύχια της και έτσι δε μπορούσε να πιάσει ούτε τη σακούλα… Όπως αποδείχτηκε ούτε το πορτοφόλι της. Επειδή όμως ήταν καλή πελάτισσα, το χρέος προστέθηκε στο προηγούμενο χρέος, σε κάποιον ξεχασμένο της ανοιχτό λογαριασμό με το Μπαρμπα-Φούλη.

 Δεύτερη στάση, εκείνη η παρέα συνομήλικων στην Ηλιούπολη. «Εεε… είναι 11 ευρώ και 30 λεπτά…», λέει ο Μήτσος. Αυτός που έχει ανοίξει την πόρτα τον έχει ήδη προσφωνήσει «μάγκα μου», «φίλε» και «φιλαράκι». «Ρε φιλαράκι δεν έχω ψιλά…», κάνει και του δίνει πενήντα ευρώ κι ένα δύερω. Ο Μήτσος καταλαβαίνει ότι θα κερδίσει 70 cents από το «φιλαράκι» κι επομένως δίνει τα αντίστοιχα ρέστα. Ο Κλασομπινές τον κοιτάει επίμονα… «Σόρι, δεν κατάλαβα…», είπε ξαφνιασμένος ο Μήτσος κι επέστρεψε τα 70 cents. Τουλάχιστον ο επόμενος του είπε «κράτα τα ρέστα…», που ήταν 5 ολόκληρα… cents!

«Κυρ Φούλη, δεν πάει άλλο… Έχω να πληρώσω το νοίκι μου!», είπε γυρνώντας στο μαγαζί. «Αγορίνα μου, πρέπει να πληρώσω το χαράτσι, δε μπορώ να στα δώσω ακόμα…», απάντησε κι έγλειψε το πασπασλισμένο από τζατζίκι δάχτυλό του.

By the way…True story… 

No comments:

Post a Comment

Any comments?