12.8.11

Το survivor του παππού vol 1


Το νεαρό ζεύγος έφτασε στις Κολυμπήθρες (έτσι λέγεται εκείνη η μεριά της Νάουσας, απέναντι από το παλιό λιμάνι) γύρω στις 05.00 το απόγευμα. Ήταν μέσα Αυγούστου, ο ήλιος δεν θα αργούσε πολύ να δύσει, όμως το ροζ χρώμα του ουρανού έλεγες ότι θα κρατήσει για πάντα. Έκπληκτοι  και οι δύο διαπίστωσαν ότι η πρόσβαση στο μικρό σπίτι ήταν αδύνατη, αφού σωροί από ξερά κι άγρια χόρτα έφραζαν το δρομάκι. Φόρεσαν τις γαλότσες τους και με φορτωμένες πλάτες διέσχισαν τη θάλασσα των κλαδιών, των καλαμιών και της λοιπής νεκράς φύσης.

Το σπίτι αποτελούταν από τρία μικρά δωμάτια, τα οποία σχημάτιζαν ένα Π και στη μέση βρισκόταν το υπαίθριο κουζινάκι. Κατά φαντασίαν κουζινάκι βεβαίως, διότι τώρα είχε μείνει πλέον μόνο η βρύση, που δεν έσταζε σταγόνα νερό, και τα σπασμένα μάρμαρα, ίσα που ξεχώριζες το χρώμα τους με τόση… επικάλυψη σκόνης, χώματος και άμμου. Αυτό ήταν το σπίτι των προγόνων του αγοριού, κτισμένο κάπου γύρω στο 1875. Ποτισμένο από την αλμύρα, αρκετά κοντά στη θάλασσα τοποθετημένο, είχε πλέον όψη στοιχειωμένης παράγκας. Οι σοβάδες κρεμόντουσαν, θα χρειαζόταν οπωσδήποτε τρίψιμο και βάψιμο. Οι ξύλινες πορτούλες το ίδιο. Τα λουκέτα που σφράγιζαν το ιστορικό σπίτι είχαν σκουριάσει από καιρό. Το αγόρι έσπασε το λουκέτο, άλλωστε δεν είχαν την πολυτέλεια του χρόνου, έπρεπε να βρουν χώρο να μείνουν για το βράδυ, πριν νυχτώσει, γιατί όπως καλά φανταστήκατε, δεν υπήρχε ούτε λάμπα, ούτε πρίζα… Το σπίτι αυτό δε γνώρισε ποτέ τον ηλεκτρισμό. Από την περιγραφή και μόνο, καταλαβαίνει κανείς ότι η επιβίωση ενός τέτοιου ακινήτου ανά τους αιώνες αποτελεί λιθαράκι ιστορίας. Μάλιστα, το σπίτι ήταν σε απόσταση μικρότερη των δυο χιλιομέτρων από μια παλιά Μυκηναϊκή συνοικία, τα ευρήματα της οποίας είναι ευρέως γνωστά. Όταν έσπασε το λουκέτο λοιπόν, τα «παιδιά της πόλης» ξεκλείδωσαν κατά κάποιο τρόπο, μια πόρτα του παρελθόντος… Το παρελθόν του Κυκλαδίτικου Πολιτισμού, των χρόνων μετά της Τουρκοκρατίας βέβαια.

Το δωμάτιο μύριζε κλεισούρα κι υγρασία και δεν υπήρχε μέρος να πατήσεις… Αμέτρητα άγνωστα αντικείμενα από κάθε λογής υλικό (πανί, ξύλο, σίδερο, δέρμα) κάλυπταν το άγριο πάτωμα, που επίσης δεν ξεχώριζες τι χρώμα έχει από τους τόνους χώματος. Τέσσερα τεράστια πλαστικά βαρέλια γέμιζαν το χώρο. «Για να μείνουμε εδώ, πρέπει να τα βγάλουμε όλα έξω…», αποφάσισε το αγόρι, που εξερευνούσε με το φακό στο στόμα το δωματιάκι. «Πρόσεχε που πατάς, δεν ξέρουμε τι έχει εδώ μέσα…» της είπε και την άφησε να περιμένει απ’ έξω για λίγο.

Δεν ήταν ούτε σαράντα οι μέρες, που ο παππούς του αγοριού άφησε την τελευταία του πνοή, στην πόλη που ζούσε για πολλά, πολλά χρόνια, στην Αθήνα. Ήταν ο μόνος από τους αμέτρητους κληρονόμους και συγγενείς, που φρόντιζε για αυτό το ρημαγμένο μέρος. Το κορίτσι, αν και δεν ήταν της οικογενείας, στη σκέψη και μόνο συγκινήθηκε. Κοίταξε το αγόρι με θαυμασμό- γιατί άλλωστε δεν είχαν καμία ανάγκη να μείνουν στο σπιτάκι, αν ήθελαν μπορούσαν να βρουν κι αλλού να διανυκτερεύσουν. «Σκέφτομαι, ότι αν μετά απο εδώ υπάρχει κάτι άλλο… αν ο παππούς μας βλέπει τώρα από κάπου… θα χαίρεται που κάποιος ξανάνοιξε το σπίτι και το περιποιείται», είπε το αγόρι. Πράγματι το ζευγάρι έβγαλε όλα αυτά τα περιττά συμπράγκαλα από το δωμάτιο, μέτρησαν  πάνω από 100 ζωντανές μαύρες μαμούνες, αράχνες, σαμιαμίθια. 

Τώρα όμως έπρεπε να κάνουν και κάτι ακόμα… Να απομακρύνουν τα φίδια που περικύκλωναν το σπίτι. Δεν τα έβλεπες… Όμως τα άκουγες. Άκουγες το ανατριχιαστικό σύρσιμο, το απότομο σταμάτημα… Άκουγες να πλησιάζουν ή να απομακρύνονται.  

No comments:

Post a Comment

Any comments?