15.11.17

Η Αφηγήτρια & Οι Δέκα Πληγές του Φαραώ vol1


Ήταν βράδυ Κυριακής, όταν η εξουθενωμένη αφηγήτρια άνοιξε την Πύλη του Χάους. Για πολλές ημέρες σκεφτόταν να ανοίξει αυτή την πόρτα, να πιάσει τη σφουγγαρίστρα και να φέρει βόλτα το νοικοκυριό, που λόγω επαγγελματικών υποχρεώσεων είχε αφεθεί στο έλεος. Τα μάτια της άργησαν να συνηθίσουν το έντονο ηλεκτρικό φως που άλλοτε έκανε τα πλακάκια του μπάνιου να αστράφτουν, μέχρι που μέσα στη μυωπία της άρχισε να εντοπίζει μικρές, μαύρες πεταλουδίτσες. Άπλωσε τη χερούκλα της και άρχισε να σκοτώνει μερικές, ώσπου γύρισε την πλάτη και στην άλλη μεριά του τοίχου αντίκρισε σμήνη από δαύτες. Να ήταν πενήντα; Εκατό;

Ήταν αδύνατο να τις μετρήσει, καθότι οι κραυγές που έβγαιναν αβίαστα από το στόμα της έκαναν τις πεταλούδες να πετούν πάνω από το κεφάλι της επιθετικά. Έφυγε και έκλεισε γρήγορα την πόρτα πίσω της και με ορμή άνοιξε το κουτί της Πανδώρας, ή αλλιώς, το ντουλάπι με τα αγαπημένα της δηλητήρια. Τα δηλητήρια της αφηγήτριας σκότωναν και την πιο δόλια κατσαρίδα, θα ήταν αδύνατο να μην εξοντώσουν μερικές πεταλουδίτσες, φαίνονταν άλλωστε τόσο, μα τόσο εύθραυστες.

Δέκα ημέρες μετά οι πεταλουδίτσες άρχισαν να εμφανίζονται και να πολλαπλασιάζονται σε όλους τους χώρους της μικρής έπαυλης, που παρεμπιπτόντως περιβαλλόταν από πυκνή βλάστηση, που περισσότερο έμοιαζε με τον Αμαζόνιο, παρά με συνηθισμένο κήπο προαστίων και σε αυτόν κατοικούσαν διάφορα πλάσματα «της φύσης». 

Κατάκοπη από τον αγώνα επικράτειας, «ή αυτά, ή εμείς!», την άλλη ημέρα το πρωί, η αφηγήτρια χτένιζε την κόμη της όταν το μάτι της έπεσε σε ένα περίεργο εύρημα εντός του λουτρού. Στην αρχή της φάνηκε ότι ήταν η ιδέα της, όταν όμως εξέτασε το στοιχείο προσεκτικά η Δεύτερη Πληγή του Φαραώ έκανε τα χέρια και τα πόδια της να τρέμουν. «Νομίζω έχουμε ποντίκι…», ψιθύρισε στο λαγωνικό της κι εκείνο φάνηκε να συμφωνεί, σαν κάτι να ήξερε, αλλά δεν μπορούσε να της το πει.
Το απόγευμα, γυρνώντας από τη δουλειά, βρήκε ακόμη δύο ευρήματα. Ήταν πλέον σίγουρο. Η έπαυλη δεχόταν επίθεση εκ των έσω. Με μανία έπιασε να σηκώνει όλα τα έπιπλα στο διάβα της, ακόμη και το πλυντήριο, αλλά δεν βρέθηκε τίποτα. Για καλή της τύχη, σε λίγο επέστρεφε ο άντρας του σπιτιού, ο Μέγας Ανιχνευτής. Και εκεί που τον περίμενε με ένα βουβό κλαψούρισμα, κουλουριασμένη στον καναπέ, ακούει ένα θόρυβο από το μπάνιο. «Πίσω και σ’ έφαγα!», ούρλιαξε και άρχισε να τρέχει προς το μπάνιο, άοπλη. Λίγο πριν φτάσει στο κατώφλι της πόρτας, ο Ρατατούης πετάχτηκε μπροστά της, άρχισε να τρέχει με ιλιγγιώδη ταχύτητα.  Πηδάει πάνω από τα πόδια της, δίνει μια σπρωξιά στον γέροντα Κύριο Τζέρι και κρύβεται κάτω από τη Βιβλιοθήκη, που σε όγκο δεν έχει τίποτα να ζηλέψει από τη βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας.


Όταν επέστρεψε ο Άνδρας του σπιτιού, τη βρήκε σε κατάσταση νιρβάνα, στρογγυλοκαθισμένη στον καναπέ, με σβηστά τα φώτα. «Περιμένω να βγει. Εκεί είναι…», είπε ψύχραιμα και του έδειξε τις παγίδες που είχε στήσει. Όμως εκείνος δεν μπορούσε να περιμένει το νυχτόβιο τέρας, άναψε ξανά όλα τα φώτα και σαν άλλος Κουταλιανός έσπρωξε τη βιβλιοθήκη μισό μέτρο μπροστά. Ο Ραταούης άρχισε πάλι την τρεχάλα γύρω από τα πόδια τους, βρέθηκε για λίγες στιγμές στα δόντια του λαγωνικού, ο κύριος Τζέρι παρέμενε απλός θεατής κι ο Ρατατούης ξέφευγε ξανά και ξανά.

(δυστυχώς συνεχίζεται)

No comments:

Post a Comment

Any comments?