Χθες το βράδυ είχα πάθει εκνευρισμό μέσα στην άγρια νύχτα.
Τι κι αν διάβαζα Όλιβερ Τουίστ, τι κι αν χάιδευα την Ίντι και το Τζέρι, τι κι
αν φλέρταρα με την ιδέα να πιω χαμόμηλο, τίποτε δεν μπορούσε να πάρει τις κακές
σκέψεις από το μυαλό μου. Το μάτι γαρίδα και σαν το βρικόλακα, περιφερόμουν στο
λυκόφως με την αόρατη μακριά μεταξένια μπέρτα μου να σέρνεται ξωπίσω μου.
Τι να μου έφταιγε; Τι είναι αυτό που με έχει στοιχειώσει
τελευταία; Τα τσιπς που καταβρόχθισα με τη Ναταλία; Τα γενέθλια της Τρίσιας που
είναι τα τελευταία με 2 μπροστά, αλλά
δεν θα είμαι εκεί, επειδή έχω να πάω σε ένα γάμο; Επειδή έχω συνέχεια να πάω σε
κάποιο γάμο; Που όλοι γαμιούνται γενικά; Ή που χθες μια θείτσα μου είπε ότι
στην ηλικία μου έπρεπε να έχω ήδη 2 παιδιά… (28 χρονών είμαι άλλωστε, έτοιμη
για το ΚΑΠΗ!). Και που να κοιμηθώ εγώ μετά… Όχι επειδή δεν προλάβαινα να έχω 2 παιδιά μέχρι το επόμενο πρωί, αλλά και μόνο
στην ιδέα ότι θα μπορούσα να τα είχα, ή ότι άλλοι σαν εμένα τα έχουν ήδη.
Σε λίγες ώρες ξημέρωνε 24% ΦΠΑ. Κι άρχισαν πάλι να με ζώνουν
τα φίδια… Μήπως δεν έκανα καλά που δεν πήγα σουπερμάρκετ να αγοράσω μακαρόνια,
ζάχαρη, αλεύρια και όσπρια για 10 χρόνια; Μήπως είμαι μαλάκας που δεν έτρεξα
χθες να γεμίσω το ντεπόζιτο; Ευτυχώς πρόλαβα να αγοράσω ποδήλατο όσο είχαμε
ακόμη «χαμηλή φορολογία».
Κι ύστερα, εκεί που ανακουφίστηκα που έχω ποδήλατο και σα να
πήγαινε να με πάρει ο ύπνος ξανά, πήρα μια βαθιά ανάσα γιόγκα για να ηρεμήσω.
Μόλις έφυγε ο αέρας από τα πνευμόνια μου διαπίστωσα ότι τα χέρια μου είναι
λυγισμένα σε άβολη θέση κάτω από το μαξιλάρι, οι καρποί μου σφιγμένοι και στραβωμένοι
σαν σκουριασμένοι γάντζοι. Έπρεπε να χαλαρώσω, να βρω μια στάση ύπνου που να με
βολεύει.
Έστριψα δεξιά, μετά αριστερά, ξάπλωσα μπρούμυτα, μετά ανάσκελα,
δοκίμασα με ένα μαξιλάρι, με δύο μαξιλάρια, με μαξιλάρι στα πόδια όπως μου
πρότεινε η μασέρ, στη μέση, χωρίς καθόλου μαξιλάρια, σε στάση παιδιού, σε στάση
αετού και ασταδιάλα πιά, ξαναπετάχτηκα πάνω κοιτάζοντας με μίσος το κρεβάτι
μου. Ήταν πολύ μικρό, σαν το παιδικό μου κρεβάτι μικρό. Ξαναξάπλωσα, αυτή τη
φορά καταμεσής για να μην περισσεύω από πουθενά κι απλώθηκα σαν τον αστερία
τεντώνοντας χέρια και πόδια. Με ευκολία έπιανα τις δύο άκρες του κρεβατιού. «Και
που χωράει ο Χάρης σε αυτό το κρεβάτι;», αναρωτήθηκα, ούσα σε απόλυτη σύγχυση.
Θυμάμαι παλιά με έπιανε αϋπνία όταν ήμουν ερωτευμένη, ή όταν
έκανε πολύ ζέστη, ή όταν υπήρχε κάποιο κουνούπι στο δωμάτιο… Τώρα μίκρυνε το
κρεβάτι, μειώθηκε το οξυγόνο και αυξήθηκαν οι πραγματικές έγνοιες. Κι αυτό το
24 χτυπάει τόσο άσχημα, γιατί μου θυμίζει ότι πέρασαν 4 χρόνια από τα 24, την
πιο ωραία ηλικία. Κοιμήθηκα με αυτό και ξύπνησα μέσα στα νεύρα. Δεν θα
ξανακοιμηθώ! Αυτό ήταν! Έχω κρίση άγχους, ηλικίας, ταυτότητας και οικονομική
κρίση στην ίδια χρονική στιγμή. Και το κρεβάτι είναι όντως μικρό.
No comments:
Post a Comment
Any comments?