22.3.17

Οι πινακίδες έκαναν φτερά!



Η Μπέμπα ήταν κατσούφα από το πρωί. Κλώτσησε με δύναμη τα σκεπάσματα και βρόντηξε την εξώπορτα, όταν λίγη ώρα μετά έφευγε από το σπίτι για να πάει να πληρώσει το πρόστιμο του αυτοκινήτου. Άλλα δύο ημερομίσθια θα πήγαιναν χαμένα… Τουλάχιστον, θα παραλάμβανε πίσω τις πινακίδες της, χωρίς τις οποίες ένιωθε ανήμπορη δύο εβδομάδες τώρα.

 Φυσικά, η Μπέμπα δεν διέθετε ποδήλατο, ούτε πατίνι, επομένως δανείστηκε το αυτοκίνητο της μικρής της αδελφής για να μετακινηθεί. Έφτασε έξω από το αστυνομικό τμήμα, κι αφού είχε κάνει δέκα κύκλους να βρει να παρκάρει, ως εκ θαύματος  εκείνη την ώρα έφευγε ένας κύριος που είχε διπλοπαρκάρει σχεδόν απ’ έξω. Η Μπέμπα, δίχως να χάσει δευτερόλεπτο, άναψε τα αλάρμ και μόλις η θέση απελευθερώθηκε μπήκε με τα μπούνια. Ήταν μεγάλη τύχη, γιατί δεν υπήρχε καμία ελεύθερη θέση parking σε όλο το τετράγωνο και από τα διπλοπαρκαρισμένα επίσης δεν κουνιόταν φύλλο.
Άφησε ανοιχτά τα αλάρμ και ανέβηκε δύο δύο τα σκαλάκια. Χαρτογραφώντας το χώρο εντόπισε το γραφείο στο οποίο έπρεπε να απευθυνθεί. Σιχαμένο, μέσα στη βρώμα, το γραφείο θαρρείς πως είχε να καθαριστεί από όταν πρωτοχτίστικε, σιχαινόσουν να ακουμπήσεις. Ο αστυνόμος ήταν σκυθρωπός, την κοιτούσε λοξά σαν να επρόκειτο για την έσχατη παράβαση του ΚΟΚ, της μιλούσε στον ενικό σα να ήταν ο μπάρμπας της, ωστόσο η διαδικασία δεν διήρκησε παρά μόλις λίγα λεπτά, η Μπέμπα υπέγραψε ένα βρωμόχαρτο και παρέλαβε τις πινακίδες της με λαχτάρα.

Τώρα, μπορούσε επιτέλους να συνεχιστεί η ζωή όπως την ήξερε, να πηγαίνει αυτόνομα στις δουλειές της, να μεταφέρει ό,τι και όποιον θέλει, όποτε θέλει, ακόμη και το να πληρώνει για βενζίνη της έμοιαζε ευχάριστο. Έκλεισε τα μάτια, ο ήλιος ήταν εκτυφλωτικός, πήρε μια βαθιά αναπνοή και έβγαλε το κλειδί από την τσέπη. Όταν άνοιξε τα μάτια, είδε ένα ροζ χαρτάκι να ανεμίζει στο παρμπρίζ του αυτοκινήτου της αδερφής της κι αμέσως γύρισε το βλέμμα τις στις πινακίδες. Η Μπέμπα γούρλωσε τα μάτια της τόσο πολύ που νόμιζε κανείς ότι θα πεταχτούν έξω. Μικρές κόκκινες φλεβίτσες άρχισαν να εμφανίζονται στο ασπράδι των γουρλωμένων ματιών της, ενώ την ίδια στιγμή τα ρουθούνια της είχαν ανοίξει διάπλατα, έτοιμα να ρουφήξουν όλο το διαθέσιμο οξυγόνο του σημείο όπου βρισκόταν. Οι πινακίδες έλειπαν! Για μια στιγμή, σκέφτηκε να φορέσει στο αμάξι της αδελφής της τις δικές της πινακίδες, που κρατούσε στα χέρια. Άραγε θα το καταλάβαινε κανείς;

Τελικά έκανε στροφή και όρμησε μέσα στο αστυνομικό τμήμα σαν μανιασμένος ταύρος, βρόντηξε κοφτά το χέρι της στο γραφείο του αστυνόμου και αφηγήθηκε απελπισμένη το πάθημά της. «Ήρθα να πάρω τις πινακίδες μου με το αμάξι της αδερφής μου και παίρνετε και τις δικές της πινακίδες; ΤΙ ΦΑΣΗ;». Οργισμένη και εξουθενωμένη πλήρωσε και τη νέα κλήση και έφυγε βλαστημώντας.

Το αμάξι επέστρεψε χωρίς πινακίδες φυσικά, γιατί σε κάτι τέτοια είμαστε «Ευρωπαίοι».

No comments:

Post a Comment

Any comments?