10.7.11

La ville Rose 3

Χαρούμενες και πάνω από όλα αισιόδοξες, κινάμε να βρούμε το ΙΚΕΑ! «Ρωτώντας πας στην πόλη», λέει η μητέρα χαμογελαστή κι αρχίζει να ρωτάει όποιον έβρισκε μπροστά της να μας πει το δρόμο. Κανείς δεν ήξερε που είναι και πως θα πάμε. Το σνομπάρανε; Μήπως συνέβαινε κάτι άλλο;

Μπήκαμε στο μετρό, κατεβήκαμε στην τελευταία στάση «Passo Cambo», από εκεί πήραμε λεωφορείο, όπου μας είπανε ότι έπρεπε να κατέβουμε στην τελευταία στάση και σε 5’ με τα πόδια θα βλέπαμε το ΙΚΕΑ (έστω κι από μακριά).  Περάσαμε το γκέτο των μαύρων, το γκέτο των Ασιατών, το γκέτο των Μουσουλμάνων και φτάσαμε σε μια περιοχή που έμοιαζε με το Κιάτο, κι είχε βίλες με πισίνες. Το περάσαμε και αυτό, προχωρήσαμε και αφού άδειασε το λεωφορείο, μείναμε εγώ, η μητέρα και μια κοντοστούπα φρατζόλα με φουντωτή κόκκινη κοτσίδα και φουσκωτά μάγουλα. Α! Και μη ξεχάσω, κάλτσα του ποδοσφαιριστή και αθλητικά παπούτσια. Εμείς όπως πάντα, με μπιζού, τρέ σίκ, μπαλαρίνες και  κραγιόν. Η Μανταμίτσα Κοντοστούπα πήγαινε κι εκείνη ρωτώντας στο ΙΚΕΑ. 

Περπατήσαμε ένα ακόμη χωριό, διασχίσαμε κήπους και αγρούς και φτάσαμε στο autoroute (αυτοκινητόδρομο). Τώρα βλέπαμε από πολύ μακριά, ένα μπλέ κτίριο, σαν το ΙΚΕΑ. «Να’ το!» ξεφώνισε η μητέρα, έσφιξε την τσάντα και με πείσμα και μεγάλα βήματα αρχίσαμε να περπατάμε στην άκρη του autoroute πιστεύοντας ότι θα τα καταφέρουμε. Πήγαινε η κυρά κοντή μπροστά, η μητέρα από πίσω κι εγώ ακολουθώντας, την πιο ζεστή ημέρα του χρόνου, με το πιο λαμπερό ήλιο που έχει ματαδεί ποτέ η συννεφιασμένη Τουλούζη.

Σκεφτείτε μόνο, χιλόμετρα επι χιλιομέτρων αυτοκίνητα σε αυτοκινητόδρομο, να μας προσπερνάνε ξυστά από τα ποδάρια μας, έρημο στους γύρω δρόμους κι ιδρώτα να στάζει από το μέτωπο, μία από τον καύσωνα και μία από την αγωνία. Θα μας πατήσουν; Δεν θα μας πατήσουν; Τώρα έχουμε φτάσει στο ύψος του μπλέ κτιρίου αλλά από την απέναντι μεριά. Πώς να διασχίσεις το autoroute χωρίς να γίνεις κέτσαπ; «Ω! Μια γέφυρα!» είπε η μητέρα, μόνο που δεν είχαμε πρόσβαση σε αυτή, γιατί ήμασταν σα μυρμιγκάκια στο κάτω autoroute. Πηδήξαμε τις μάντρες, γατζωθήκαμε από κάτι ρίζες δέντρων, σκαρφαλώσαμε πρώτα με τα πόδια και το κεφάλι ανάποδα, μετά κάναμε μονόζυγο σε μια μπάρα και τελικά ανεβήκαμε στη γέφυρα και περάσαμε απέναντι. Πλησιάζουμε ευχαριστημένες το ΙΚΕΑ (την κοντοστούπα την αφήσαμε πίσω, τη χάσαμε κάπου στο autoroute ) και συνειδητοποιούμε ότι αυτό είναι η αποθήκη και όχι το ΙΚΕΑ itself. OH LA LA! Ευτυχώς, βρέθηκε μπροστά μας ένα Hippopotamus (εστιατόριο με ωμά κρέατα), λιποθυμήσαμε στις καρέκλες τους, ήπιαμε δυο κιλά νερό έκαστη και σαν homo erectus ξεσκίσαμε μια entrecôte!

«Αφού φτάσαμε ως εδώ, πρέπει να πάμε στο ΙΚΕΑ!», αποφασίσαμε αφήνοντας το φιλοδώρημα. Δρόμο παίρνω δρόμο αφήνω, κάποια στιγμή, κι ύστερα από μερικά χιλιόμτερα και μερικές φουσκάλες ακόμα, μπήκαμε στον παράδεισο του ΙΚΕΑ, που αν το ήξερα, ούτε ζωγραφιστό θα ήθελα να το δω. Γεμίσαμε δυο σακουλάρες και τώρα ήταν αδύνατο να γυρίσουμε πίσω στον πολιτισμό. Αφού καταχρεωθήκαμε στα τηλέφωνα, βρήκαμε ένα βλάχο από Muret να μας πάει με το ταξί του.

«Πες μου αλήθεια», λέω στη μητέρα, «Αν το ήξερες θα πήγαινες;». Η μητέρα δεν απάντησε. Είχε πέσει σε κόμμα από την κούραση. Έκανα κι εγώ ότι πάω να κοιμηθώ, ξεψυχισμένη πια, και τότε, μας περίμενε μια έκπληξη. Τσιρλί, όλο το βράδυ!

No comments:

Post a Comment

Any comments?